Λέξη: σέλας

Σχετικές λέξεις: σέλας

σέλας στην αθήνα, σέλασ ανακύκλωση, σέλας αγγλικά, σέλας φαεινότατον, σέλας ετυμολογία, σέλας βόρειο, σέλας καλλικράτους και μεθώνης 19 εξάρχεια, σέλας των αντηχήσεων, λαιμός σέλας, σέλας εξάρχεια, βόρειο σέλας

Συνώνυμα: σέλας

φως, φανός, φωτιά

Μεταφράσεις: σέλας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aurora, light, saddle, seat, the saddle, the seat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
luz, la luz, de luz, ligero, luz de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Licht, leichte, leicht
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aube, aurore, lumière, la lumière, de lumière, léger, légère
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
luce, la luce, leggero, chiaro, di luce
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luz, leve, de luz, a luz, claro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aurora, morgenrood, morgenlicht, licht, lichte, het licht, light, lampje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рассвет, аврора, свет, светло, легкий, световой, светлый
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lett, lys, lyset, lyse, lette
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lätt, ljus, bakgrund, ljuset
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aamurusko, auringonnousu, aamunkoitto, valo, kevyt, valoa, valossa, valon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lys, lyset, baggrund, let, grundlag
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
červánky, úsvit, světlo, světlý, světelný, lehký, světla
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jutrzenka, zorza, światło, lekki, świetlny, jasny, światłość
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fény, könnyű, fényében, világos, fényt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ışık, hafif, ışığı, açık, Işık
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
світло, світ
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dritë, drita, lehta, të lehta, lehtë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
светлина, лек, светло, светлинен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
святло, свет, сьвятло, сьвет
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
virmaliste, aurora, koidujumalanna, virmalised, valgus, kerge, valguse, valguses, valgust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zora, svjetlo, svjetlost, svjetla, svijetlo, svjetlosti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ljós, létt, ljósið, ljósi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aušra, šviesa, lengvas, šviesos, šviesiai, lemputė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rītausma, gaisma, viegls, gaismas, gaiši, gaismu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
светлината, светлина, светло, светлото, лесни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aurora, auroră, lumină, lumina, luminii, de lumină, ușoară
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
svetloba, light, lučka, svetlobe, luč
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úsvit, svetlo, svetla

Στατιστικά δημοτικότητας: σέλας

Τυχαίες λέξεις