Смешивать στα ελληνικά
Μετάφραση: смешивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμιγνύω, επιδεινώνω, σύνθετος, σμίγω, μαλάζω, ενσωματώνω, μίγμα, ανακατώνω, ανακατεύω, μείγμα, αναμειγνύεται, ανακατεύουμε, αναμίξτε, ανακατέψτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдалеке στα ελληνικά - μακριά, σε απόσταση, στην απόσταση, στο βάθος, της απόστασης, της απόστασης που
- время στα ελληνικά - διάστημα, ώρα, χρόνος, περίοδος, μέρα, αύριο, καιρός, ...
- дифференцированный στα ελληνικά - ατομικός, άτομο, διαφοροποιημένη, διαφοροποιημένα, διαφοροποιημένες, διαφοροποιημένο, διαφοροποιημένων
- желудочек στα ελληνικά - κοιλία, κοιλίας
Τυχαίες λέξεις
Смешивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμιγνύω, επιδεινώνω, σύνθετος, σμίγω, μαλάζω, ενσωματώνω, μίγμα, ανακατώνω, ανακατεύω, μείγμα, αναμειγνύεται, ανακατεύουμε, αναμίξτε, ανακατέψτε
Μεταφράσεις: αναμιγνύω, επιδεινώνω, σύνθετος, σμίγω, μαλάζω, ενσωματώνω, μίγμα, ανακατώνω, ανακατεύω, μείγμα, αναμειγνύεται, ανακατεύουμε, αναμίξτε, ανακατέψτε