Сгнивать στα ελληνικά
Μετάφραση: сгнивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Μεταφράσεις
- бомбардировать στα ελληνικά - λίμπρα, κέλυφος, μάντρα, καβούκι, κατακλύζομαι, βομβαρδίζω, βόμβα, ...
- ворсовать στα ελληνικά - υψώνω, σηκώνω, ανατρέφω, ξεμπλέκω, αναστηλώνω, πειράζω, vorsovat
- выпускник στα ελληνικά - αποφοιτώ, απόφοιτος, πτυχιούχος, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακούς
- геофизика στα ελληνικά - γεωφυσική, Γεωφυσικής, τη γεωφυσική, η γεωφυσική, στη γεωφυσική
Τυχαίες λέξεις
Сгнивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Μεταφράσεις: σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν