Подвыпивший στα ελληνικά
Μετάφραση: подвыпивший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύθυμος, ένδοξος, μεθυσμένος, κεφάτος, φέσι, ζαλισμένος, tipsy, μισομεθυσμένος, μισομεθυσμένο, ζαλισμένος από το ποτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архитектор-декоратор στα ελληνικά - διακοσμητής, διακοσμητή, διακοσμήτρια, διακοσμητής της, Ο διακοσμητής
- водворять στα ελληνικά - κανονίζω, εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω, εγκαθίσταμαι, τοποθετώ, εισάγω, εισάγει τον, ...
- выкатывать στα ελληνικά - ρόδα, τροχός, ανοίγουμε, αναπτύξουν, επεκτείνει σταδιακά, να επεκτείνει σταδιακά, της τροχοδρόμησης
- гадина στα ελληνικά - ζώο, κτήνος, βάτραχος, φρύνος, φρύνο, toad, το TOAD
Τυχαίες λέξεις
Подвыпивший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύθυμος, ένδοξος, μεθυσμένος, κεφάτος, φέσι, ζαλισμένος, tipsy, μισομεθυσμένος, μισομεθυσμένο, ζαλισμένος από το ποτό
Μεταφράσεις: εύθυμος, ένδοξος, μεθυσμένος, κεφάτος, φέσι, ζαλισμένος, tipsy, μισομεθυσμένος, μισομεθυσμένο, ζαλισμένος από το ποτό