Вспыхнуть στα ελληνικά

Μετάφραση: вспыхнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάπτω, ανάβω, φλας, κοκκινίζω, διεγείρω, εκρήγνυμαι, αναλαμπή, ξεπλύνετε, φλος, flush, ίδιο επίπεδο, στο ίδιο επίπεδο
Вспыхнуть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вспыльчивый στα ελληνικά - εμπαθής, βιαστικός, φλογερός, βίαιος, εσπευσμένος, παθιασμένος, εμπρηστικός, ...
  • вспыхивать στα ελληνικά - ερεθίζω, σπιθοβολώ, φλας, Flash, λάμψης, το Flash, ανάφλεξης
  • вспышка στα ελληνικά - διακόπτης, λαμπυρίζω, σπιθοβολώ, πυροδότηση, φλόγες, φλας, ανάφλεξη, ...
  • вспять στα ελληνικά - υποστηρίζω, ενισχύω, καθυστερημένος, πλάτη, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, ...
Τυχαίες λέξεις
Вспыхнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάπτω, ανάβω, φλας, κοκκινίζω, διεγείρω, εκρήγνυμαι, αναλαμπή, ξεπλύνετε, φλος, flush, ίδιο επίπεδο, στο ίδιο επίπεδο