Λέξη: ροζ

Σχετικές λέξεις: ροζ

ροζ μηλιωκας, ροζ βιντεο, ροζ πανθηρασ, ροζ χαλαζιας, ροζ πανθηρ, ροζ λεμοναδα, ροζ στιχοι, ροζ τηλεφωνα, ροζ αλατι, ροζ γοβες, ροζ πανθηρας, roz, ροζ dvd, μαγος του ροζ, τζουλια, ροζ βίντεο, πετρουλα, πετρουλα ροζ, ροζ πάνθηρας, ροζ πανθηρα, ροζ πανθηρας ελληνικα, ροζ γατος, ροζ υγρα

Μεταφράσεις: ροζ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pink, rose, a pink, of pink
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rosado, rosa, pink, rosada, color rosa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rosarot, nelke, rosa, pink, rosafarbenen, rosafarbene
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enferrer, pointer, percer, transpercer, rose, rosé, roses, pink, le rose
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rosa, dentellare, colore rosa, di colore rosa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ananás, abacaxi, cor-de-rosa, rosa, cor de rosa, do rosa
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roze, rozig, rooskleurig, pink, rose
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
либеральничающий, протыкать, барахлить, поддеть, румяный, прокалывать, верх, рана, розовый, пинка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nellik, rosa, pink
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skär, rosa, rosor, rosa färg, pink
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
neilikka, pinkki, vaaleanpunainen, pink, vaaleanpunaisia, vaaleanpunaista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pink, lyserød, lyserøde, rosa, lyserødt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
probodnout, růžový, píchnout, růžová, růžové, pink, růžovou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
goździk, różowy, ażurować, róż, zaróżowić, dziurkować, przebijać, dziurkarka, pink, różowe
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rózsaszín, pink, rózsaszínű, a rózsaszín
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pembe, pink, pembe bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зв'язаний, зв'язок, рожевий, разовий, рожева
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karafil, rozë, trëndafili, i kuq, kuq, Pembe
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
розов, розово, розова, розови, розовата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ружовы, розовый
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sotsialist, roosa, roosad, pink, roosat, roosade
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ružičast, savršenost, uzor, roza, karanfil, rumen, roze, ružičasta, ružičaste, pink
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bleikt, bleikur, bleika, bleikar, bleiku
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rožinis, rožinė, rausvos, rožinės, rausva
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sārts, rozā, pink, rožains, rozā krāsā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
розова, розово, розови, розов, розева
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
roz, culoare roz, de culoare roz, pink
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pink, roza, rožnata, rožnato, rožnate
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ružový, ružové, růžový, pink, ružová

Στατιστικά δημοτικότητας: ροζ

Τυχαίες λέξεις