Λέξη: ρίγα
Σχετικές λέξεις: ρίγα
ρίγα λετονία, ρίγα στα αγγλικά, ρίγα καιρός, ρίγα λετονίας, ασκ ρίγα, νταουγκάβα ρίγα, ρίγα χάρακας
Συνώνυμα: ρίγα
κυβερνήτης, χάρακας, ταινία, γραμμή, μαστίγωση, ράβδωση
Μεταφράσεις: ρίγα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ruler, stripe, Riga, Rīga, rib
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regla, pauta, raya, la raya, franja, de la raya, raya de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maßstab, zeichenmaßstab, herrscher, oberhaupt, lineal, herrscherin, regent, regentin, regler, Streifen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maître, souverain, règle, bande, rayure, stripe, raie, bandes
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riga, righello, sovrano, banda, striscia, della banda, stripe
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
régua, reger, listra, faixa, tarja, da listra, stripe
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beheerser, liniaal, streep, stripe, strook, strepen, gallon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
владыка, правитель, владетель, владелец, линейка, властитель, царек, повелитель, царёк, царь, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
linjal, hersker, stripe, stripen, striper, av kanter
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
linjal, rand, stripe, remsa
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hallitsija, viivain, viivoitin, valtias, raita, stripe, raidan, viivalla, juova
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lineal, stribe, stripe, striber, strimmel, striben
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vládce, panovník, pravítko, proužek, pruh, pruhem, pruhy, pás
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przywódca, władca, przyrząd, rządca, linijka, naszywka, pasek, pas, prążek, stripe
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csík, sáv, csíkkal, csíkos, csíkot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cetvel, han, hükümdar, şerit, şeritli, çizgi, çizgili, stripe
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
правитель, лінійка, смуга, полоса, шпальта
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shirit, shirit të, shirit i, mbretje, gradë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
линейка, райе, лента, ивица, ленти
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паласа, полоса, палоска, палоса
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitseja, joonlaud, triip, triibuga, triibu, vööt-, stripe
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vladar, ravnalo, gospodar, pruga, lenta, prugom, prugu, stripe
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rönd, rönd á
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liniuotė, juosta, juostele, juostelė, stripe, juostelių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lineāls, svītra, līniju, josla, svītru, stripe
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шари, лента, ленти, Ивица, појасот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
domnitor, suveran, riglă, dungă, bandă, benzi, dunga, dungi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stripe, trak, črto, trakom, traku
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pravítko, prúžok, pásik, pruh, pás, proužek
Τυχαίες λέξεις