Λέξη: προμήθεια
Σχετικές λέξεις: προμήθεια
προμήθεια συναλλάγματος, προμήθεια και εγκατάσταση διαδραστικών συστημάτων, προμήθεια γάλακτος, προμήθεια τροφίμων, προμήθεια γραφικής ύλης, προμήθεια 2014, προμήθεια στα αγγλικά, προμήθεια εξοπλισμού εργαστηρίου ερευνας και ανάπτυξης si-cluster, προμήθεια εκλογικών καταλόγων, προμήθεια εκλογικών καταλόγων σε ψηφιακή μορφή
Συνώνυμα: προμήθεια
ανεφοδιασμός, εφόδιο, αμοιβή για κάποια υπηρεσία, δωροδοκία για κάποια υπηρεσία, τραμπούκο, τραμπούκος, παράνομα κέρδη, επιτροπή, διάπραξη, αξίωμα, διορισμός, εξοπλισμός, προμήθευση
Μεταφράσεις: προμήθεια
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
supply, provision, commission, procurement, supply of, procurement of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aprovisionar, surtir, pertrechar, proporcionar, surtido, abasto, aprovisionamiento, suministro, proveer, abastecimiento, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lieferung, bieten, regelung, rückstellung, vorbehalt, vertragsregelung, belieferung, versorgung, vorsorge, nachschub, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
condition, ordonnance, équiper, avitailler, garantie, pourvoir, réservation, équipement, procurer, ravitaillement, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
approvvigionamento, fornire, procurare, provvedere, fornitura, rifornimento, alimentazione, offerta, di alimentazione, di fornitura
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
província, abastecimento, suprir, abastecer, provisão, dar, prover, fornecer, rogar, aprovisionar, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
proviandering, afleveren, bevoorrading, bestellen, provisie, bevoorraden, toevoeren, verstrekken, verschaffen, voorziening, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оговорка, восполнять, предостережение, снабжать, подвод, поступление, электроснабжение, подвоз, предоставление, поставить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsyning, levere, levering, tilførsel, forsynings, forsyningen, tilførselen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förse, leverera, försörjning, utbudet, försörjnings, försörjningen, tillförsel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muona, tarjonta, tarjoaminen, varustella, huoltaa, hankkia, ehto, varustaminen, suunnittelu, varasto, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
levering, forsyning, udbud, udbuddet, leveringen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dodat, uspokojit, napájení, rezerva, zásobovat, přísun, ustanovení, zajištění, zásobování, výhrada, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przepis, zasilanie, zastosowanie, dopływ, opieka, doprowadzać, świadczenie, dostarczać, zaopatrywać, klauzula, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ruganyosan, ellátás, szállítmány, szolgáltatás, kínálat, ellátási, kínálati, szállítási
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arz, tedarik, kaynağı, besleme, beslemesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доказування, підводити, вдовольняти, провіант, доведення, живлення, поставка, постачання, з постачання, послуги з постачання
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pajis, furnizoj, kusht, furnizim, furnizimit, furnizimi, furnizimit me, të furnizimit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заготовка, предлагане, захранване, снабдяване, доставки, доставките
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастаўка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
säte, klausel, varustamine, lepingutingimus, varustama, pakkumine, tarnimine, tarne, pakkumise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pričuva, snabdijevanje, opskrba, zaliha, dopuniti, ponuda, nabavka, rezerviranja, opskrbljivati, opskrbe, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
birgja, framboð, framboði, veita
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
praebeo, orno, exorno
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiekimas, tiekimo, šaltinis, pasiūla, pasiūlos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apgādāt, apgāde, piegāde, piedāvājums, piegādes, piegādi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
набавка, снабдување, понудата, снабдување со, снабдувањето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aprovizionare, furniza, de aprovizionare, de alimentare, alimentare cu, furnizare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zastat, oskrba, dobava, dobavo, dobave, oskrba z
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uspokojiť, posila, ustanovení, zásobovať, zdroj, podporovať, dodávka, van, dodávky, dodanie
Στατιστικά δημοτικότητας: προμήθεια
Τυχαίες λέξεις