Λέξη: προλαμβάνω
Σχετικές λέξεις: προλαμβάνω
προλαμβάνω αγγλικα, απολαμβάνω english, προλαμβάνω σημασια, προλαμβάνω συνώνυμα, εθνική προλαμβάνω, παραλαμβάνω λεξικο, προλαμβάνω συνωνυμο, προλαμβάνω plus
Συνώνυμα: προλαμβάνω
προλαβαίνω, αποφεύγω, εμποδίζω, ματαιώνω, προβλέπω, προσδοκώ
Μεταφράσεις: προλαμβάνω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anticipate, forestall, obviate
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prever, anticipar, prevenir, anticiparse a, evitar, impedir, anticiparse
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorhersagen, erwarten, voraussagen, vorhersehen, voraussehen, zuvorkommen, verhindern, zuvorzukommen, zuvor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
précéder, anticipons, prévoir, attendre, anticipez, devancer, espérer, dépasser, prédire, prévenir, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anticipare, prevedere, preannunziare, prevenire, impedire, di prevenire, prevenire la
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prevenir, evitar, antecipar, impedir, prevenir a
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vooruitlopen, prejudiciëren, anticiperen, voorkomen, verhinderen, te voorkomen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предвидеть, надеяться, дожидаться, предчувствовать, предупреждать, ожидать, поджидать, предвосхищать, предусматривать, использовать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forutse, forkjøpet, hindre, forhindre, i forkjøpet, avverge
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förekomma, föregripa, förutse, påräkna, förebygga, förhindra, gripa, komma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvata, ounastella, ennakoida, ennustaa, estää, vältettäisiin, ehkäistä, ehkäistään, vältytään
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forkøbet, forebygge, forhindre, undgå, foregribe
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čekat, předejít, předcházet, předvídat, předpovídat, anticipovat, předbíhat, očekávat, předpovědět, předjímat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamierzać, antycypować, wyprzedzić, wyprzedzać, oczekiwać, przewidzieć, uprzedzać, przewidywać, zakładać, ubiec, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megelőz, gátat vet, megelőzzék, megelőzni, elejét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
beklemek, önlemek, önüne, önlemekti, önce davranmak, stoklamak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смакувати, робити, використовувати, передбачити, попереджати, попереджувати, запобігати, попереджатиме, попереджатимуть
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parandaloj, parandaluar, të parandaluar, parandalojë, të parandalojë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предотвратявам, изпреварвам, предотврати, предотвратят, се предотврати
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чакаць, папярэджваць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ootama, ennetama, ennetada, Ennetamaks, ennetamiseks, tõkestavad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spriječiti, preduhitriti, se spriječio, preduprijediti, bi se spriječio
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirbyggja, veg, forestall, afstýra, veg fyrir
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
praefero
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užbėgti už akių, išvengti, kelią, užbėgti, užkirstas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizsteigties priekšā, novērstu, novērst, nepieļautu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопирање, спречи, сопирање на, се спречи, спречат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prevedea, aştepta, acapara, anticipa, preveni, împiedica, prevină
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preprečiti, preprečitev, preprečijo, preprečila, preprečimo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tušiť, predísť, zabrániť, vyhnúť, predchádzať, vyhnúť sa
Τυχαίες λέξεις