Λέξη: προβληματισμός
Σχετικές λέξεις: προβληματισμός
ηθικός προβληματισμός, προβληματισμός για την εγχείρηση του βρέφους με τα έξι πόδια, θεωρητικόσ προβληματισμόσ, ριζοσπαστικός προβληματισμός, προβληματισμός συνώνυμο, προβληματισμός στα αγγλικά, προβληματισμός λεξικό, προβληματισμός μετάφραση αγγλικά, πολιτικός προβληματισμός
Συνώνυμα: προβληματισμός
πρόβλημα, κερδοσκοπία, σκέψη, θεωρία, μελέτη
Μεταφράσεις: προβληματισμός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
concern, speculation, problem, questioning, reflection
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aprensión, negocio, respectar, asunto, cuidado, preocupación, especulación, la especulación, especulaciones, especulación de, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angelegenheit, geschichte, anliegen, wichtigkeit, sache, unternehmen, sorge, ding, beziehung, besorgnis, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concerner, soin, point, souci, regarder, intéresser, sollicitude, inquiétude, marché, cause, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cruccio, preoccupazione, faccenda, affare, speculazione, speculazioni, la speculazione, ipotesi, le speculazioni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
concernir, interessar, assunto, interesse, cuidado, preocupação, zelo, causa, negócio, questão, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zorg, aangelegenheid, zaak, ding, affaire, zorgvuldigheid, bekommernis, belang, speculatie, speculaties, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспокоить, заботить, радение, участие, концерн, важность, беспокоиться, касательство, фирма, коснуться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forretning, bekymring, engstelse, spekulasjon, spekulasjoner, spekulasjoner om, spekulasjonene
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
angå, sorg, oro, spekulation, spekulationer, spekulationer om, spekulationen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
konserni, koskea, hätä, kuulua, asia, huoli, kauppa, huolestuneisuus, keinottelu, spekulointia, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sorg, angå, spekulation, spekulationer, spekulationer om, spekulationen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obchod, záležitost, znepokojení, zajímat, koncern, starost, spekulace, spekulování, spekulací, spekulaci
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
troska, koncern, zainteresowanie, obawa, martwić, niepokój, sprawa, odnosić, dotyczyć, zajmować, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
spekuláció, a spekuláció, spekulációt, spekulációk
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
endişe, iş, kaygı, tasa, üzüntü, spekülasyon, spekülasyonlar, spekülasyonu, spekülasyonları, bir spekülasyon
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зачіпати, турбувати, торкатися, потурбувати, спекуляція
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përket, spekulim, spekulime, spekulimet, spekullim, spekullime
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулация, спекулации, спекулациите, спекулацията
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магазын, спекуляцыя, спэкуляцыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hoolima, hool, muretsema, spekulatsioon, spekulatsioone, spekuleerimise, spekuleerimist, spekulatsiooni
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brige, koncern, spekulacija, špekulacija, nagađanja, spekulacije, špekulacije
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varða, tilgáta, vangaveltur, vangaveltur um, spákaupmennska
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sollicitudo, cura
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dėl, spekuliacija, spekuliacijos, spekuliacijų, spekuliavimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spekulācija, spekulācijas, spekulāciju, spekulācijām
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шпекулации, шпекулациите, шпекулација, шпекулацијата, шпекулации во
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grijă, comerţ, speculație, speculații, speculațiile, speculațiilor, speculatii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koncern, starost, špekulacije, špekulacija, spekulacija, špekulacij
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koncern, podnik, špekulácie, špekulácií, špekulácia, špekuláciám, spekulacie
Τυχαίες λέξεις