Voluntário στα ελληνικά
Μετάφραση: voluntário, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εθελοντής, ξερνώ, εθελοντικός, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική
Μεταφράσεις
- voluntariamente στα ελληνικά - εκών, οικειοθελώς, εκουσίως, εθελοντικά, εκούσια, εθελοντική
- voluntariedade στα ελληνικά - ιτιά, προθυμία, την προθυμία, βούληση, βούλησή, τη βούλησή
- volver στα ελληνικά - μετουσιώνω, επιστρέφω, αντίλογος, κυκλοφορώ, επιστροφή, μεταβάλλω, παραβαίνω, ...
- volúpia στα ελληνικά - πόθος, φιληδονία, ηδυπάθειας, ηδονή
Τυχαίες λέξεις
Voluntário στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εθελοντής, ξερνώ, εθελοντικός, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική
Μεταφράσεις: εθελοντής, ξερνώ, εθελοντικός, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική