Niezawodny στα ελληνικά
Μετάφραση: niezawodny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, αλάνθαστος, συνεπής, αξιόπιστος, φερέγγυος, βέβαιος, εχέγγυος, αδιάπτωτος, σίγουρος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- analog στα ελληνικά - ανάλογο, αναλογικό, αναλογική, αναλόγου, αναλογικά
- chorągiewka στα ελληνικά - λάβαρο, μπαϊράκι, σημαία, σημαίας, flag, τη σημαία, της σημαίας
- dziwka στα ελληνικά - πατσαβούρα, πόρνη, σκωρία, σκύλα, τσούλα, παλιοθήλυκο, τσουλί, ...
- intensywnie στα ελληνικά - επιτακτικός, εντατικός, άσχημα, κακά, εντατικά, έντονα, εντατική, ...
Τυχαίες λέξεις
Niezawodny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, αλάνθαστος, συνεπής, αξιόπιστος, φερέγγυος, βέβαιος, εχέγγυος, αδιάπτωτος, σίγουρος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
Μεταφράσεις: συνεχής, αλάνθαστος, συνεπής, αξιόπιστος, φερέγγυος, βέβαιος, εχέγγυος, αδιάπτωτος, σίγουρος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα