Dość στα ελληνικά
Μετάφραση: dość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νισάφι, εντελώς, αρκετά, δίκαια, έτσι, λογικά, τόσο, μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doświadczony στα ελληνικά - επιτήδειος, έντεχνος, εμπειρογνώμων, ικανός, επιδέξιος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, ...
- doświadczyć στα ελληνικά - εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
- doża στα ελληνικά - δόγη, Doge, δόγης, του δόγη, Το Doge
- dożylny στα ελληνικά - ενδοφλεβίως, ενδοφλέβια, ενδοφλέβιας, ενδοφλέβιο, την ενδοφλέβια
Τυχαίες λέξεις
Dość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νισάφι, εντελώς, αρκετά, δίκαια, έτσι, λογικά, τόσο, μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά
Μεταφράσεις: νισάφι, εντελώς, αρκετά, δίκαια, έτσι, λογικά, τόσο, μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά