Λέξη: ποζάρω
Συνώνυμα: ποζάρω
καθίζω, κάθημαι, επικάθημαι, συνεδριάζω, λαμβάνω στάση, τοποθετώ
Μεταφράσεις: ποζάρω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pose, swank, sit, pose as
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colocar, poner, presumir, swank, ostentoso, ostentosa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
legen, pose, posieren, affektiertheit, verkörpern, hinlegen, ziererei, Protz, swank, mondäne, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affectation, afféterie, coucher, étendre, attitude, placer, pose, posons, faire, mettre, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atteggiamento, porre, posare, posa, ostentazione, Swank, lussuose, pretenzioso, la Swank
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ostentação, Swank, elegantes, do Swank, Hilary
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemaaktheid, zetten, zitten, poseren, aanstellerij, leggen, neerleggen, stellen, plaatsen, opscheppen, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ставить, вменить, вид, поза, вменять, формулировать, кочевряжиться, позировать, отношение, предлагать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legge, posere, swank, titmuss, Svane, fasjonabelt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
swank, raffiga, Swanks, raffigt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laittaa, pistää, matkia, näytellä, sijoittaa, panna, teeskennellä, asettaa, levennellä, swank, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sætte, Swank, oversmart, blæret, fashionabelt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
posadit, klást, položit, pózovat, stavět, představovat, póza, vychloubání, Swank, chvastoun, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pozować, udawać, pozowanie, zadawać, poza, pozer, swank, pysznienie się, pysznić się, przechwałka
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felvágás, Swank, henceg
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koymak, gösteriş, swank, gösteriş yapmak, fiyaka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
карта, шик
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mburrje, Swank, krekosje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поза, надуване, перчене, фукам се, Суонк, фукам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шык
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püstitama, tõstatama, ärplemine, hooplus, kelkima, kelkiv, hooplema
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nastupiti, zbuniti, namjestiti, postaviti, poza, elegantan, Swank, hvalisanje, razmetljiv, Swank čitatelje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Swank
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
puikavimasis, girtis, madingas, prašmatnumas, elegantiškas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novietot, plātīšanās, Swank, dižoties, dižošanās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фукам
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
face pe grozavul, Swank, pe grozavul, grozavul, fanfaronadă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
póza, znamenit, swank, Razmetljiv
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
póza, vychvaľovanie, chválenie, vychloubání, vychvaľovanie sa, pýši
Τυχαίες λέξεις