Λέξη: πνευματικός
Σχετικές λέξεις: πνευματικός
πνευματικός δημήτρης, πνευματικός κόρινθος, πνευματικός αγώνας, πνευματικός αλέξανδρος, πνευματικός άνθρωπος, πνευματικός photoshop, πνευματικός αλέκος, πνευματικός σπυρίδων, πνευματικός ψηφοδέλτιο, πνευματικός πατέρας
Συνώνυμα: πνευματικός
άυλος, ως φάντασμα, σαν στοιχείο, ψυχικός
Μεταφράσεις: πνευματικός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intellectual, mental, spiritual, ghostly, pneumatic, confessor
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mental, espiritual, intelectual, espirituales
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
religiös, intellektuell, intellektuelle, geistlich, geistig, seelisch, spiritual, intellektueller, geistigen, spirituellen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
spirituel, cérébral, clerc, mental, affectif, intérieur, psychologique, intellectuel, religieux, spirituelle, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mentale, spirituale, intellettuale, spirituali, spiritual
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intelectual, integrar, espíritos, inteligente, religioso, espiritual, espirituais
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
godsdienstig, geestelijk, mentaal, gelovig, religieus, verstandelijk, intellectueel, verstandsmens, geestelijke, spirituele, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умственный, моральный, интеллект, одухотворенный, мысленный, духовный, культовый, интеллектуальный, церковный, мыслительный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åndelig, intellektuell, sjelelig, mental, ånde, åndelige, spirituell, spirituelle
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intellektuell, andlig, själslig, andliga, andligt, negro spiritual
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hengellinen, sielullinen, sielun, tiedollinen, henkinen, mielisairas, älyllinen, älykäs, älykkö, herkkä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
åndelig, åndelige, spirituel, spirituelle, åndeligt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
duchovní, rozumový, intelektuální, intelektuál, mentální, vzdělanec, myšlenkový, duševní, duchovním, duchovního, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
inteligent, psychiatryczny, intelektualista, inteligencki, umysłowy, mentalny, psychiczny, nadziemski, duchowy, myślowy, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
spirituálé, értelmiségi, elmebeli, észbeli, egyházi, lelki, szellemi, spirituális, a lelki, a szellemi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zihni, sofu, dindar, dini, manevi, ruhsal, ruhani, spiritüel, manevî
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
духовний, вимірювання, духовне, духовна, духовну, духовного
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpirtëror, shpirtërore, frymëror, frymërore
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
духовен, духовно, духовна, духовния, духовното
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
духоўны, духоўнае, духовы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
spirituaal, haritlane, vaimne, vaimset, vaimseid, vaimsed, vaimulik
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
duhovan, duševni, produhovljen, intelektualan, svijet, intelektualne, mentalan, posvećen, umni, napamet, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
andlegur, sálrænn, andlega, andleg, andlegt, andlegu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dvasinis, dvasinė, dvasinio, dvasinės, dvasinę
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garīgs, garīgā, garīgais, garīgo, garīga
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
духовен, духовно, духовна, духовни, духовниот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
religios, mintal, spiritual, spirituală, spirituale, spirituala, duhovnicească
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
duševní, intelektuální, spirituální, duhovni, duhovno, duhovna, duhovne, duhovnega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spirituálni, intelektuál, duševní, psychický, spirituál, duchovní, duchovný, duchovné, duchovnej, Duchovná, ...
Στατιστικά δημοτικότητας: πνευματικός
Τυχαίες λέξεις