Λέξη: πλεύση
Σχετικές λέξεις: πλεύση
πλεύση φυσική, πλεύση όρτσα, πλεύση συνώνυμα, πλεύση και βύθιση, περιοδικό πλεύση, νέα πλεύση, πλεύση κεθεα, πλεύση ετυμολογία, άνωση πλεύση, πλεύση στα αγγλικά
Μεταφράσεις: πλεύση
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sailing, course, tack, navigation, ride, sail
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
curso, navegación, marcha, transcurso, camino, vela, de vela, la navegación, navegar
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kurs, bahn, lehrgang, gang, lauf, richtung, segelnd, piste, platz, rennbahn, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
leçon, traitement, met, stage, course, navigation, sens, carrière, chemin, plat, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quotazione, andamento, corso, decorso, navigazione, vela, a vela, la vela, di vela
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
percurso, naturalmente, cotação, curso, prato, navegação, veleiro, vela, navigação, sailing
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tracé, route, loop, baan, parcours, cursus, leergang, traject, uiteraard, koers, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
черёд, ход, пересекать, мореходство, дорога, стезя, порядок, очередь, кушанье, курс, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tallerken, kurs, bane, seiling, sailing, seiler, seil, seile
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kurs, lopp, segling, seglar, segla, seglings, segel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tietysti, ruokalaji, rata, latu, ura, kurssi, kulku, linja, oppijakso, purjehdus, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kursus, bane, sejlads, sejle, sejler, sejlsport, at sejle
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cesta, přednáška, chod, plavba, trať, průběh, dráha, směr, řada, navigace, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bieg, danie, ciąg, seria, kierunek, żeglarstwo, lektorat, przebieg, kurs, żegluga, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kurzus, kúra, vitorlázó, téglasor, vitorlázás, hajóút, hajózás, vitorlás, a vitorlázás, hajózási
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurs, yol, yelkencilik, yelken, Sailing, yelkenli, Yelkenliyle denize açılma
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шлях, перетинати, пересікати, течія, черга, плавання, курс, вітрильний, парусний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
klasë, natyrisht, me vela, lundrim, vela, lundrimi, lundronte
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ветроходство, курс, плаване, под платна, плаването, ветроходна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дарога, стопень, краiна, шлях, парусны, ветразны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kursus, müürilade, suund, purjetamine, sõitvate, purjetamise, sõidavad, purjetamiseks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
praktikum, tijek, proveden, plovidbe, jedrenje, jedrenja, tečaj, plovno, plovidba, naravno, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
námskeið, siglingu, siglingar, sigla, Sailing, á siglingu
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cursus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klasė, kursas, buriavimas, buriavimo, sailing, plaukiojimas, burinė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klase, brīvi, protams, dabiski, buru, burāšana, Sailing, Burāšanas, kuģošanas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
едрење, пловење, пловидба, пловеше, пловидбата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bineînţeles, curs, clasă, navigație, navigatie, navighează, de navigatie, care navighează
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pouk, kurz, jadranje, jadranja, pluje, plovba, jadrnic
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kurz, postup, plachtenie, plachtenia, plavieb, Jachting, jachtingu
Τυχαίες λέξεις