Λέξη: πλευρίζω

Συνώνυμα: πλευρίζω

πλησιάζω και αποτείνομαι

Μεταφράσεις: πλευρίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accost, dock, alongside come
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abordar, accost, abordar a, abordarlo, acosar
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansprechen, anreden, accost, anzusprechen, anzureden
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accostage, accoster, accostons, accostez, accostent, aborder, adresser la parole, accoster les
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accostare, accost, avvicinare, abbordare, indirizzarsi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abordar, accost, abordá, aborde
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanklampen, aanspreken, accost, lastig vallen, te lastig vallen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обращение, приступиться, приветствовать, приветствие, приставать, обращаться, обращаться к, приставать к
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
resepsjonist, accost
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tala, Hello, tilltala
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahdistaa, puhutella, accost, ahdistella
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
antaste, accost
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přistoupit, oslovit, obtěžovat, oslovovali, neobtěžoval
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaczepiać, zbliżyć, zagadnąć, zwrócić, zaczepić, accost, zaczepiał, zahaczyć, zaczepił
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megszólít, leszólít, megszólítás, megszólította, aki megszólította
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yanaşmak, accost, sarkıntılık, asılmak, sarkıntılık etmek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вітайте, приставати, Загравати, чіплятися, чіплятись
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ofrohem, accost, të accost, drejtohem
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приветствие, обръщам се към, обръщам, заговарят, заговаряне, заговориха
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыставаць, лезці, чапляцца, яе лезці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõnetama, Ahdistella
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
harmonika, oslovljavanje, osloviti, pozdrav, obratiti se, prilaženje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
accost
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkabinimas, prikibti, užkalbinimas, užkalbinti, užkabinėjimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piesieties, uzmākties, griezties, uzruna, uzrunāt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
accost
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acosta, accost, acosteze, aborda, agăța
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Osloviti, Oslovljavanje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obťažovať
Τυχαίες λέξεις