Λέξη: πηγή
Σχετικές λέξεις: πηγή
πηγή έμπνευσης για το τραγούδι των u2 με τίτλο pride (in the name of love) (1984) ήταν, πηγή καφετζοπούλου, πηγή απε-μπε, πηγή δεβετζή, πηγή ταρλαμπά, πηγή ζωής, πηγή protothema.gr, πηγή σιδήρου, πηγή έμπνευσης για το τραγούδι των u2 με τίτλο pride, πηγή σάριζα
Συνώνυμα: πηγή
αύξηση, ανατολή, έγερση, ύψωμα, ύψωση, πηγάδι, φρέαρ, βρύση, σειρά τυπογραφικών στοιχείων, προέλευση, καταγωγή, αρχή, προσδιοριστικό σημείο, γονεύς, μητρική εταιρεία, άνοιξη, ελατήριο, πήδημα, κρήνη, συντριβάνι, παραγωγή, γένεση
Μεταφράσεις: πηγή
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fountain, source, fount, spring, source of, a source, a source of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
foco, germen, surtidor, venera, procedencia, derivación, origen, fuente, manantial, fuente de, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fontäne, autor, entstehung, brunnen, springbrunnen, quelle, ursprung, quell, gewährsmann, herkunft, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fontaine, auteur, évent, origine, caractère, source, cause, principe, provenance, la source, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
origine, sorgente, fontana, fonte, provenienza, fonte di, di origine
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escritor, sopa, artífice, fundo, autor, procedência, fundação, manancial, nascente, origem, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
auteur, schepper, welput, afkomst, oorsprong, herkomst, bedenker, kwel, wel, bron, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ключ, начало, исток, шрифт, фонтанчик, кладезь, резервуар, верховье, первопричина, генезис, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kilde, fontene, opphav, oppkomme, source, kilden
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brunn, upphov, källa, ursprung, Källan, källan, käll
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alkuperä, aiheuttaja, alkujuuri, alkuunpanija, alku, lähde, kaivo, suihkulähde, lähteen, lähteestä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udspring, oprindelse, kilde, springvand, brønd, source, kilden, kilder
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
písmeno, příčina, zřídlo, fontána, původ, zdroj, kašna, studna, pramen, vodotrysk, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czcionka, dostarczyciel, zarzewie, krynica, nadbagaż, zbiornik, wodotrysk, źródło, fontanna, pijalnia, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kút, forrás, forrása, forráskódú, forrást, forrásból
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pınar, yazar, soy, asıl, kaynak, köken, kaynağı, kaynağıdır, bir kaynak, kaynak kodlu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
почало, резервуар, ключ, джерельце, започаткувало, джерело, фонтан, начало
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krua, gurrë, burim, burimi, burim i, Burimin, burim të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фонтан, шрифт, източник, източника, източник на, код, източници
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крыніца, крыніцу
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torustik, allikas, purskkaev, allika, lähtekoodiga, allikast, allikaks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvor, vodoskok, vrelo, izvorima, izvora, source, izvorni, Izvori
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimild, uppruni, uppspretta, Heimild, fengið, fengið frá, heimildar
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fons, radix, origo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradžia, versmė, šaltinis, verdenė, kilmė, autorius, ištaka, fontanas, šaltinio, šaltinį, ...
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strūklaka, izteka, izcelšanās, avots, izcelsme, avotu, avota, Source, koda
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изворот, извор, код, извор на, изворниот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
origine, autor, izvor, sursă, sursa, sursă de, surse, source
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vodnjak, pramen, izvir, fontána, kašna, vir, source, vira, izvor, virov
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zdroj, fontána, prameň, zdrojom, zdroja, zdroje
Στατιστικά δημοτικότητας: πηγή
Τυχαίες λέξεις