Λέξη: περιβάλλον

Σχετικές λέξεις: περιβάλλον

περιβάλλον και καθημερινή ζωή, περιβάλλον ορισμός, περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη, περιβάλλον και υγεία διαχείριση περιβαλλοντικών θεμάτων με επιπτώσεις στην υγεία, περιβάλλον και ανάπτυξη, περιβάλλον και πολιτισμός, περιβάλλον συνώνυμα, περιβάλλον και δίκαιο, περιβάλλον και πολιτισμός στη φθιώτιδα χθες και σήμερα, περιβάλλον επιχείρησης, περιβαλλον

Μεταφράσεις: περιβάλλον

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
surroundings, setting, environment, environmental, environmentally, the environment
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marco, ambiente, guarnición, alrededores, medio ambiente, entorno, entorno de, medio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
situation, aufspannung, umgebungen, gesetzt, vertonung, setzend, umfeld, einstellung, ausstattung, milieu, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ambiante, monture, entourage, milieu, environnement, ambiance, situation, alentours, cadre, fixation, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ambiente, dintorni, dell'ambiente, ambiente di, contesto, ambientale
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ambiente, montagem, meio, estabelecer-se, cercar, banhar, cercanias, arredores, cerque, envelope, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omstreken, montuur, milieu, omgeving, medium, klimaat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
застывание, регулирование, заселение, среда, оклад, установка, оправа, окружение, кладка, обмуровка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ramme, miljø, miljøet, omgivelser
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
miljö, omgivning, miljön
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tienoo, asetelma, asettelu, alue, kehys, kulissi, lähiseutu, luonto, seutu, ympäristö, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omgivelse, miljø, miljøet, omgivelser
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stanovení, okolnosti, okolí, usazení, prostředí, ovzduší, životní prostředí, životního prostředí, životní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustalanie, nastawianie, okolica, inscenizacja, wiązanie, wprawienie, tężenie, ilustracja, zwieranie, nastawa, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hegyezés, beszegecselés, lenyugvás, beforrás, kifenés, fenés, összeforradás, lenyugvó, ereszkedés, környezet, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çevre, ortam, ortamı, ortamında, ortamda
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кладка, регулювання, околиці, середа, яйця, настанова, постановка, оточення, середовище, середу, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjedis, ambient, mjedisi, ambienti, mjedis të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
околна среда, обстановка, среда, околната среда
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
серада, сераду
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seadmine, ümbrus, keskkond, tegevuspaik, keskkonna, keskkonnale, keskkonda, keskkonnas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odrednice, kostimi, sredina, okolica, namještanjem, okolina, situacija, stanište, okolici, okruženje, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
umhverfi, Umhverfismál, umhverfið, Umhverfisstofnun, Environment
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aplinka, aplinkos, aplinkai, aplinką, aplinkosaugos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vide, vides, vidi, videi, vidē
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
животната средина, средина, на животната средина, животна средина
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împrejurimi, mediu, decor, mediului, mediul, mediu de, de mediu
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
okolí, okolje, okolja, okolju, okoljem
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
životní, stanovení, okolí, prostredie, nastavení, prostredia, prostredí, prostrediu

Στατιστικά δημοτικότητας: περιβάλλον

Τυχαίες λέξεις