Λέξη: παρατσούκλι

Σχετικές λέξεις: παρατσούκλι

παρατσούκλι ετυμολογία, γκάνα παρατσούκλι, παοκ παρατσούκλι, παρατσούκλι από τους παρουσιαστές των wanted, νιγηρία παρατσούκλι, τράγοσ παρατσούκλι, τζίγγερ παρατσούκλι, παρατσούκλι συνώνυμα, παρατσούκλι συνώνυμο

Συνώνυμα: παρατσούκλι

παροιμιώδης έκφραση, ρητό, επώνυμο, υποκοριστικό, παρώνυμο

Μεταφράσεις: παρατσούκλι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nickname, sobriquet, byword, cognomen, nicknamed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apodo, mote, apodar, alias, sobrenombre, apodo de, nickname, el apodo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
uzname, spitzname, Spitzname, Spitznamen, Nickname, Kurznamen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
surnommer, alias, surnom, pseudo, pseudonyme, surnom de, sobriquet
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nomignolo, soprannome, nick, Nickname, soprannome di, nome
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bom, apelidar, agradável, apelido, alcunha, pseudônimo, nick, apelido de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijnaam, nickname, alias, nick, gebruikersnaam
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
окрестить, прозывать, кличка, прозвище, Ник, псевдоним, псевдоним пользователя, псевдоним пользователя Название
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klengenavn, økenavn, kallenavn, kallenavnet, brukernavn, tilnavnet, kallenavnet ditt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öknamn, smeknamn, smeknamnet, alias, nickname, kortnamn
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haukkumanimi, lempinimi, nimimerkki, lempinimen, uuden käyttäjänimen, lempinimesi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kaldenavn, øgenavn, kælenavn, Efternavb, kaldenavnet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přezdívka, přezdívku, přezdívkou, přezdívky, nick
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przydomek, przezwać, przezywać, pseudonim, ksywka, przezwisko, ksywa, się Imię, nick
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
becenév, gúnynév, becenevet, beceneve, felhasználónév, nicknév
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lakap, lakam, rumuz, takma ad, takma, kullanıcı adı, nick
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прізвисько
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nofkë, pseudonimi, nofka, pseudonimi ose, pseudonim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прозвище, прякор, псевдоним, псевдонима, прякора, псевдонимът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мянушку, мянушка, прозвішча
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hüüdnimi, hüüdnime, varjunimi, varjunime
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadimak, Nick, nadimak za, nadimak koji, Nickname
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auknefni, gælunafn, gælunafnið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pravardė, Slapyvardis, slapyvardį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
palama, iesauka, Lietotāja vārds, vārds, nosaukums, segvārds
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прекарот, прекар, надимак, nickname
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poreclă, nickname, porecla, pseudonim, pseudonimul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzdevek, nadomestno ime
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prezývka
Τυχαίες λέξεις