Λέξη: παραγωγή
Σχετικές λέξεις: παραγωγή
παραγωγή γάλακτος, παραγωγή μανιταριών, παραγωγή γραπτού λόγου, παραγωγή καπνού, παραγωγή μπύρας, παραγωγή προφορικού λόγου, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, παραγωγή γραπτού λόγου β δημοτικού, παραγωγή γραπτού λόγου στ δημοτικού, παραγωγή μελιού
Συνώνυμα: παραγωγή
απόδοση, προϊόν, πηγή, καταγωγή, γενεά, γέννηση, προσαγωγή, παρουσίαση, παράσταση, κατασκευή, βιομηχανία
Μεταφράσεις: παραγωγή
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
yield, production, output, manufacture, generation, production of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lucro, producir, producción, producto, ceder, rendimiento, productividad, la producción, de producción, producción de, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erlös, gesamtproduktion, ausgang, ergeben, arbeitsleistung, leistung, ausbringung, aufführung, weichen, erzeugung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
produit, capacité, céder, rétrocéder, réalisation, plier, dépenser, rendement, extraction, récolte, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gettito, prodotto, fruttare, ricavo, resa, profitto, produzione, rendimento, di produzione, la produzione, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rendimento, produzir, ainda, ceder, saída, esboço, produto, produção, já, produtos, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwikkeling, product, afstaan, rendement, producten, productie, eliminatie, voortbrenging, opbrengst, de productie, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уродиться, подвергаться, поступиться, выпуск, подаваться, преподать, уступать, доход, выработка, продуктивность, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avkastning, utbytte, fremstilling, produksjon, ytelse, produksjonen, produksjons
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vinst, produktion, avkastning, alstring, inbringa, produktionen, produktions, tillverkning
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antoaste, tuottaminen, tuotos, tavara, tuotto, voitto, tuottaa, menehtyä, tuotanto, tuote, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
produktion, produktionen, fremstilling, produktions-, produktion af
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vynést, předložení, dávat, produkce, výkon, povolit, plodit, výroba, přinášet, vydat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
produkcja, wytwórstwo, plon, dorobek, reżyseria, wytwórczość, wyprowadzić, plonować, ulegać, wydobycie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terméshozam, meggörbülés, nyúlás, kimenet, termelés, terméseredmény, fémkinyerés, kitermelés, hozam, termés, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
verim, ürün, üretim, imal, kazanç, üretimi, yapım
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ємність, плоди, видобуток, продукт, продукція, результат, виріб, вироблення, виробництво, провадження
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prodhim, prodhimit, Prodhimi, prodhimin, të prodhimit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продукция, продукт, производство, производството, производство на, производството на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адбыцца, вытворчасць, вытворчасьць, вытворчасці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tulem, tulu, väljund, lavastamine, toodang, tootmine, tootma, tootmise, tootmiseks, tootmist, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
popuštati, popuštanje, predstraža, proizvodnja, izrada, proizvodnje, proizvodni, za proizvodnju
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framleiðsla, framleiðslu, framleiðslugeta
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
produktas, produkcija, gaminys, gamyba, gamybos, produkcijos, gamybą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
produkts, ražošana, stiepe, ražojums, produkcija, ražošanas, ražošanu, produkcijas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
производство, производството, производство на, за производство, продукција
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
produs, producţie, producere, producție, de producție, producția, producției
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plodit, tvorba, proizvodnja, produkcija, proizvodnjo, proizvodnje, proizvodna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvorba, výroba, poskytovať, výrobní, výtvor, produkční, výkon, výrobu, výroby, produkcia
Στατιστικά δημοτικότητας: παραγωγή
Τυχαίες λέξεις