Λέξη: παράγω
Σχετικές λέξεις: παράγω
παράγω παράξω, παράγω αόριστος, παράγω αντώνυμο, παράγω ετυμολογία, παράγω κλίση, παράγω έργο, παράγω παραγάγω, παράγω και εξάγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική
Συνώνυμα: παράγω
υποχωρώ, ενδίδω, αποφέρω, παραχωρώ, εξάγω, παίρνω, βρίσκω, αντλώ, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω, γεννώ, κατασκευάζω
Μεταφράσεις: παράγω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
generate, produce, procreate, derive, I produce
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
producir, engendrar, ocasionar, producción, hacer, crear, criar, generar, producto, procrear, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pflanzen, herstellen, warenmarkt, erzeugen, produzieren, zeugen, hervorbringen, schaffen, fortzupflanzen, fortpflanzen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
produit, produisons, générer, élaborer, accoucher, constituer, élever, atterrissage, génèrent, production, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
produrre, generare, creare, prodotto, addurre, fabbricare, procreare, procreazione, di procreare, riprodursi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elevar, erguer, criar, melhorar, pôr, cultivar, geralmente, gere, produzir, produto, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ophalen, maken, opfokken, voortbrengen, scheppen, grootbrengen, tillen, opbrengen, opleveren, verwekken, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выделать, генерировать, испускать, выпускать, выпустить, породить, предъявить, порождать, наплодить, выработать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
produsere, lage, skape, fremstille, frembringe, formere seg, formere, procreate, fremavle seg, avle
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
komponera, skapa, framkalla, alstra, frambringa, procreate, fortplanta, fortplanta sig, avla, skaffa barn
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aiheuttaa, kasvaa, vihannekset, luoda, esittää, perustaa, virittää, generoida, valmistaa, nostaa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
producere, formere, avle, formere sig, forplante, formerer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předložit, vyrábět, zhotovit, předvést, vytvářet, tvořit, výnos, vydat, vyrobit, produkovat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tworzyć, wywoływać, spłodzić, dobywać, rodzić, produkować, powodować, wytwarzać, wygenerować, generować, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
termék, termény, nemz, alkot, nemzzen, nemzést, szaporodni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapmak, üretmek, yaratmak, üreme, yavrulamak, üremeye
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
генеруйте, визивати, робити, породити, уколи, генерувати, виробляти потомство, породжувати потомство, робити потомство, потомство, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nxjerr në dritë, në dritë, lindin, të nxjerr në dritë, krijoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продукция, раждам, създаване на поколение, размножават, потомство, възпроизводство
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адбыцца, рабiць, вырабляць, рабіць, праводзіць, ажыццяўляць, вырабіць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lavastama, tootma, genereerima, sigitama, Toota, Suureneda, järelkasvu suurendada, sigi- ne, järglasi soetada
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proizvoditi, generirati, pripremiti, proizvesti, stvoriti, napraviti, izazvati, rađati, rađanja, razmnožavati, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afurðir, framleiða, framleiðsla, procreate
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
efficio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gaminti, gimdyti, daugintis, palikuonių, reprodukuoti, Gaminti palikuonių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzemdēt, pēcnācējus, rada pēcnācējus, radītu pēcnācējus
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
самосоздаде, се самосоздаде, се репродуцираат, репродуцираат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
produce, procrea, procreeze, a procrea, procreare, procreează
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plodimo, razmnožujejo, Rađati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
produkovať, generovať, plodiť, rodiť, splodiť, plodit
Τυχαίες λέξεις