Λέξη: πέλμα
Σχετικές λέξεις: πέλμα
πέλμα ποδιού, πέλμα sbd 285-3 allteq, πέλμα πόνος, πέλμα ελαστικού, πέλμα σκούπας, πέλμα turbo stb 205-3, πέλμα ηλεκτρικής σκούπας miele, πέλμα ρινόκερου, πέλμα english, πέλμα ηλεκτρικής σκούπας
Συνώνυμα: πέλμα
σόλα, γλώσσα ψάρι, πατούσα, ιχθυκή γλώσσα
Μεταφράσεις: πέλμα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sole, tread, foot, pad
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solo, solitario, único, suela, planta, exclusivo, única, exclusiva, sola
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsam, schuhsohle, sohle, einzig, besohlen, alleinig, sohle, einzig, alleinig, Sohle, alleinige, alleinigen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sole, semelle, exclusif, ressemeler, simple, plante, unique, solitaire, seul, pied, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
singolo, sogliola, romito, suola, solitario, unico, solo, unica, esclusiva
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
só, sola, linguado, soldado, isolado, sozinho, único, única, exclusivo, exclusiva
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlaten, enig, alleen, louter, eenzaam, schoenzool, enkel, zool, bloot, tong, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цоколь, тумба, исключительный, единый, подметка, единоличный, дно, пята, единственный, камбала, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eneste, såle, ensom, sålen, sole, eget
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enda, sula, enastående, ensam, tunga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antura, jakamaton, erakko, ainoa, yksittäinen, jalkapohja, ainoana, yksin, yksinomainen, ainoan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eneste, alene, ensom, tunge, isoleret, sål, udelukkende
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podrážka, jediný, patka, samotářský, chodidlo, opuštěný, prostý, výhradní, podešev, spodek, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
flądra, sola, podeszwa, pojedynczy, zelówka, zelować, stopa, jeden, jedyny, buta, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyedüli, egyetlen, talp, kizárólagos, kizárólag
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ıssız, tek, biricik, yalnız, taban, yegane, tamamen kendi, tek başına
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виключний, п'ята, підошва, піді, попід, подошва
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetëm, putër, shputë, i vetëm, vetme, vetmi, e vetme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подметка, единствен, единствената, едноличен, единствена
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падэшва, подошва, падэшве
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sisetald, ainus, ainsa, füüsilisest, ainsaks, merikeele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
isključiv, neženja, jedini, jedina, isključiva, Potplat, isključiva je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
il, eini, eina, alfarið, Sólinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
solus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienišas, vienintelis, vienintelė, padas, jūrų liežuvių, vieninteliu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vientulīgs, vientuļš, vienīgais, zole, vienīgā, vienīgo, vienīgi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
единствена, единствен, трговец, единствениот, единствената
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
solitar, talpă, unic, singurul, singura, unicul, exclusiv
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
edini, podplat, edina, edino, morskega lista
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jediný, podrážka
Τυχαίες λέξεις