Λέξη: πάτερο

Σχετικές λέξεις: πάτερο

κολοκύθια πάτερο, πάτερο ιωαννίνων

Συνώνυμα: πάτερο

δοκός, πατερό, μαδέρι οροφής

Μεταφράσεις: πάτερο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rafter, Patero
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
patero, pateros
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sparren, flößer, dachsparren, Patero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chevron, Patero
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patero, pateiros
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паромщик, сплавщик, стропило, Патеро
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kattopalkki, kattoparru, orsi, parru, Patero
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krokev, Patero
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tratwiarz, krokiew, flisak, Patero
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безліч, купа, сплавляти, пліт, Патер, патера, Патером, патери, патерів
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Патеро
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
parvetaja, pruss, tala, Patero
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rog, splavar, Patero
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Patero
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krokiev, pätoro, ktoré patrily tým piatim, patrily tým piatim
Τυχαίες λέξεις