Λέξη: οχετός
Σχετικές λέξεις: οχετός
κιβωτοειδής οχετός, πλακοσκεπής οχετός, οχετός συνωνυμο, σωληνωτός οχετός, οχετός λεξικό, οχετός καλωδίων
Συνώνυμα: οχετός
σωλήνας, αυλάκι, υπόνομος, μοδίστρα, ράπτης, ράπτων, αγωγός, σωλήν, σωλήνωση, υπόγειος διάβαση
Μεταφράσεις: οχετός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conduit, drain, sewer, gutter, culvert, sink
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conducto, badén, chorrera, alcantarilla, desagüe, apurar, desaguadero, desaguar, cloaca, sanear, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kanal, trockenlegung, dachrinne, abfließen, ablauf, entwässerung, entwässerungsgraben, kanalisationsrohr, rinne, traufe, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
drainer, ressuyer, reflux, drainons, s'écouler, tube, drainez, écoulement, asséchons, cloaque, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fogna, drenaggio, canale, grondaia, drenare, scolare, di scarico, svuotare
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esgotar, drenagem, libélula, estancar, dreno, canal, drenar, escorrer, drene, escorra
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gracht, afdruipen, riool, drainage, vaart, zinkput, cloaca, kanaal, neerdruipen, afwatering, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
высушивать, исчерпывать, канализационный, водосток, опустошать, акведук, сушить, сеятель, осушение, выкачивать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kanal, takrenne, avløp, rennestein, drenere, renne, tappe, tømme
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rännsten, ränna, avlopp, dränera, rinna, tömma, tappa
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hormi, kuivatus, viemäri, valutus, salaojitus, vako, kanava, viemäriputki, katuvieri, vesikouru, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kloakledning, afløb, dræne, tagrende, tømme, drænes, tømmes
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trubice, odliv, průplav, drén, vyschnout, vysušovat, odtok, rigol, strouha, stoka, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ropociąg, przewód, studzienka, dren, osuszać, rurkowanie, odpływ, odcedzać, sączyć, kanalizowanie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötésmargó, jasszvilág, ereszcsatorna, szegélyárok, csatornázás, kanális, csatorna, leeresztő, engedje le, folyik, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanal, oluk, akıtmak, boşaltmak, drenaj, boşaltın, drene
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обпливати, жолоб, акведук, канава, дренаж, трубопровід, канавка, сушити, витрата, ринва
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kulloj, thahet, ikjes, të thahet, të ikjes, të ikjes së
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
канавка, отцеди, източване, оттича, оттичане, отцежда
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дрэнаж, дренаж
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kanal, äravoolutoru, solgitorustik, veeruvahe, kuivamine, katuserenn, rentsel, äravool, äravoolu, voolata, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oluk, slivnik, cjevovod, iskapiti, drenirati, izolučiti, odvod, izlučivalo, za drenažu, isisati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
holræsi, tæma, renna, að tæma, renni
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cloaca
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuotakas, drenažas, latakas, nusausinti, išleisti, nutekėjimo, nusausinkite, išleiskite
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novadcaurule, drena, notekcaurule, notecēt, nosusināt, notecināt, drenāžas, aizplūšanu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исцеди, се исцеди, потрошувачка, одвод, мозоци
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
drena, scurgere, scurge, se scurgă, se scurge
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kanál, stoka, odpad, odtok, vodovod, odteče, odcedimo, odcedite, izpust, beg
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kanál, vodovod, odpad, potrubí, trubka, odtok, trativod, stoka, vypustiť, vynechať, ...
Τυχαίες λέξεις