Безперервний στα ελληνικά
Μετάφραση: безперервний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκής, συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, συνεχές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безпека στα ελληνικά - ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης
- безперебійний στα ελληνικά - λείος, ομαλή, λεία, ομαλής, λείο
- безперервно στα ελληνικά - συνεχώς, συνεχή, διαρκώς, συνεχούς, συνεχόμενα
- безперервність στα ελληνικά - τακτικά, συνέχεια, συνέχειας, τη συνέχεια, η συνέχεια, συνέχιση
Τυχαίες λέξεις
Безперервний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκής, συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, συνεχές
Μεταφράσεις: διαρκής, συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, συνεχές