Λέξη: οπισθοδρομώ
Συνώνυμα: οπισθοδρομώ
αναπηδώ προς τα πίσω, αναπηδώ, δειλιώ, φρικιώ, παλινδρομώ, υποτροπιάζω
Μεταφράσεις: οπισθοδρομώ
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
retreat, retrogress, recoil, throw back, regress, retrograde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recular, retirarse, retirada, retrogradar, retroceder, retrogress, retrocederemos, los retrogress
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rückzug, zurücktreten, retrogress
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reculade, retraite, asile, réduit, culer, abri, rétrograder, retrait, recours, reculer, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ritirata, ritiro, indietreggiare, ritirarsi, retrocedere, regredire, retrogress
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
retraçar, recuo, remontar, retroceder, retrogress, retrocederão, degenerar, decair
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftrekken, terugtrekken, terugkrabbelen, achteruitgaan, schreden, teruggaan, retrogress
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отбой, отступить, пойти, пятиться, последовать, ретироваться, отступление, отступать, отступ, уйти, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
retrett, tilbaketog, retrogress
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
återtåg, återtåga, retirera, reträtt, GÅ TILLBAKA
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perääntyä, pakopaikka, taantua, heiketä, mennä taaksepäin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
retrogress
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čepobití, ustoupit, ústup, couvnout, útulek, útočiště, retrogress
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rekolekcje, schronienie, wypoczywać, cofać, zacisze, odwrót, rejterada, zrejterować, ustępować, wycofać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
takarodó, lelkigyakorlat, visszaesik
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yozlaşmak, retrogress, bozulmak, kötüleşmek, ters yönde dönmek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ретранслятор, радіопередавач, регресувати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kthehem, shkoj prapa, keqësohem
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отивам назад
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэгрэсаваць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taganema, regresseeruma, Minna tagasi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povlačenje, uzmicanje, odstupiti, nazadovati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
retrogress
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
regredior
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
regresuoti, Judėti atgal, Pablogėja
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
retrogress
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
идам назад
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
retragere, regresa, să dea înapoi, dea înapoi, se strica
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nazadovati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ústup, retrogress
Τυχαίες λέξεις