Boomstam στα ελληνικά
Μετάφραση: boomstam, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβοσκίδα, στέλεχος, στείρα, μίσχος, σεντούκι, μπαούλο, κορμό δέντρου, κορμός δέντρου, κορμό δένδρου, κορμού δέντρου, δέντρο κορμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- boomgaard στα ελληνικά - άλσος, περιβόλι, δενδρόκηπος, οπωρώνα, κήπο, οπωρώνας
- boomschors στα ελληνικά - φλοιός, φλοιό, φλοιού, του φλοιού, το φλοιό
- boon στα ελληνικά - φασόλι, φασόλια, φασολιών, φασολιού, σόγιας
- boord στα ελληνικά - άκρη, στεφάνη, κολάρο, χείλι, ρέλι, παρυφές, κρόσσι, ...
Τυχαίες λέξεις
Boomstam στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβοσκίδα, στέλεχος, στείρα, μίσχος, σεντούκι, μπαούλο, κορμό δέντρου, κορμός δέντρου, κορμό δένδρου, κορμού δέντρου, δέντρο κορμό
Μεταφράσεις: προβοσκίδα, στέλεχος, στείρα, μίσχος, σεντούκι, μπαούλο, κορμό δέντρου, κορμός δέντρου, κορμό δένδρου, κορμού δέντρου, δέντρο κορμό