Billijken στα ελληνικά

Μετάφραση: billijken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκρίνω, επιδοκιμάζω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Billijken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biljet στα ελληνικά - σημείωση, εισιτήριο, σημειώνω, εισιτηρίων, εισιτηρίου, με εισιτήρια για, με εισιτήρια
  • billijk στα ελληνικά - δίκαιος, δικαίωμα, πανηγύρι, σωστός, μόλις, ηθικός, ενάρετος, ...
  • billijkheid στα ελληνικά - ευσυνειδησία, δικαιοσύνη, ίδια κεφάλαια, ιδίων κεφαλαίων, μετοχών, καθαρής θέσης
  • binair στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
Τυχαίες λέξεις
Billijken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκρίνω, επιδοκιμάζω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν