Λέξη: οβίδα
Σχετικές λέξεις: οβίδα
οβίδα βουλιαγμένη, οβίδα στη βουλιαγμένη, βίδα στα αγγλικά
Συνώνυμα: οβίδα
κέλυφος, κοχύλι, φλοιός, φλούδα οστράκου, όστρακο, οβούζιο, εκρηκτική βόμβα
Μεταφράσεις: οβίδα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shell, bombshell, cannon ball, bomb, cannonball
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cáscara, concha, coraza, caparazón, shell, capa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
muschel, schale, rohbau, eierschale, beschießen, mantel, gerippe, umhüllung, nabenteil, granate, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bombarder, éplucher, enveloppe, écosser, coque, test, écaille, manteau, valve, pilonner, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sgusciare, guscio, proiettile, conchiglia, shell, di shell, involucro
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tábua, escudo, prateleira, concha, casca, carapaça, shell
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beschieten, kinkhoorn, huisje, rugschild, schaal, schild, schelp, schil, omhulsel, dop
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вышелушить, остов, заряд, облупливать, вылущить, корка, бомбардировать, раковина, каркас, граната, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjell, musling, shell, skall, skallet, kall
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skal, bombardera, granat, skala, skalet, shell
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
simpukankuori, ammus, simpukka, runko, kuori, kranaatti, shell, kuoren, vaipan, säiliön
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bark, shell, skal, skallen, råtanken
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skořápka, mušle, pouzdro, želvovina, lastura, nábojnice, granát, ulita, plášť, krunýř, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powłoka, łuska, obierać, wyłuskać, skorupka, muszelka, szkielet, łupina, skorupa, wykruszać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
héjszerkezet, karosszérialemezek, héjazat, héj, Shell, a Shell, kagyló, héjat
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabuk, kabuğu, shell, kabuklu, bir kabuk
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
минь, патрон, труну, патрона, міна, граната, оболонка, шар
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
goditje, guaskë, predhë, shell, guaska, predhë e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
раковина, черупка, обвивка, черупки, черупката, корпус
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абалонка, абалонкі, абалонку
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teokarp, mürsk, kest, ümbris, koor, shell, koorega
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oklop, granata, ljuska, školjka, ljuske, shell
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skel, Shell, skelin, sjálft
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cortex, crusta
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nugalėti, apvalkalas, karkasas, kiautas, kriauklė, kevalas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzvarēt, pārspēt, iekarot, apvalks, čaula, čaulas, shell, čaumalu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
школка, обвивка, школката, лушпа, лушпата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coajă, shell, coajă de, înveliș, cochilie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ulita, shell, lupina, lupine, lupino, lupini
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ulita, mušľa, mušle, škrupina, škrupinka, šupka
Τυχαίες λέξεις