Λέξη: ξεκινώ
Σχετικές λέξεις: ξεκινώ
ξεκινώ γαλλικα, ξεκινάω για τη ζωή, ξεκινώ συνώνυμα, ξεκινώ αρχίζω
Συνώνυμα: ξεκινώ
αναπηδώ, αναχωρώ, εκκινώ, εξαφανίζομαι, αρχίζω, βγάζω, κατεβαίνω, χωρώ, παίρνω, μπάζω
Μεταφράσεις: ξεκινώ
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
initiate, instigate, start, push off, set off, I start, I begin
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salida, animar, iniciar, principiar, principio, inicio, comienzo, origen, incitar, comenzar, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auftakt, start, anfänger, anfang, gelehrte, starten, anfangen, beginn, beginnen, Anfang, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décollage, inciter, lancer, instaurer, initions, origine, initier, démarrons, démarrer, commencer, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esordio, cominciare, aizzare, inizio, istigare, principio, decollare, avviare, iniziare, esordire, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ir, instigar, inicial, iniciar, princípio, directamente, olhar, abalar, imediatamente, começo, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvangen, beginnen, intrede, begin, ingaan, aanvuren, aanwakkeren, aanbinden, aanhef, activeren, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приниматься, зааплодировать, подстрекнуть, предпринять, предпринимать, расходиться, привскочить, задел, отпрянуть, настраивать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
start, innlede, begynne, innvie, begynnelse, starten, begynnelsen, oppstart
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
början, börja, starta, start, på Start, starten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alku, hätkähdys, äityä, oppinut, hätkähtää, aloittelija, alkuaika, ensikertalainen, ryhtyä, pelästyä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
begynde, start, begyndelse, starten, starte, startsiden, begyndelsen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
start, zasvětit, startovat, počátek, spouštět, přijmout, navádět, načít, začít, počít, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spłoszyć, podżegać, zapoczątkować, wprowadzać, wzdrygać, zacząć, uruchamiać, wyruszać, inicjowanie, płoszyć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rajthely, start, startvonal, rajt, kezdet, a Start, kezdete, kezdetét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başlamak, kalkış, başlangıç, start, başlatma, bir başlangıç, başlama
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирушати, жолобити, починатися, ініціали, підйоми, початок, почало, начало, початку
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
filloj, ngacmoj, lëshohem, nisem, start, fillim, fillimi, fillim i, fillojë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
начало, старт, Start, стартиране, началната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
начынаць, пачатак, пачало, пачаў, пачала
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
algatama, sütitama, alustama, lähe, algus, õhutama, ärgitama, start, algust, algusest, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upoznati, povesti, započeti, potaknuti, nadmoć, pokrenuti, navoditi, poplašiti, poticati, pokreni, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ræsa, byrjun, byrja, Start, upphaf, að byrja
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
initium
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradžia, pradžios, pradėti, starto, paleidimo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sākums, iesākšanās, starts, sākuma, start, sākt, starta
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
почеток, почетокот, проектот, старт, започнување
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
debut, începător, început, start, începe, de pornire, de start
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uvést, start, začetek, zagon, Začni, začetka
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
počiatok, zahájení, štart, Start, začiatok, štartu
Τυχαίες λέξεις