Λέξη: ξαπλώνω
Σχετικές λέξεις: ξαπλώνω
ξαπλώνω κομμάτια, ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου, ξαπλώνω ονειροκρίτης, ξαπλώνω στα αγγλικά, ξαπλώνω αγγλικα
Συνώνυμα: ξαπλώνω
ψεύδομαι, εξαπλώνομαι, ευρίσκομαι, στρώνω, πλαγιάζω, ξαπλώνω κάτω
Μεταφράσεις: ξαπλώνω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lay, lie, lie down, I lie down, I lay, I lie
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acostar, colocar, poner, aplicar, seglar, mentira, encuentran, se encuentran, la mentira, mentiras
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hinlegen, lag, legen, ballade, Lüge, liegen, lie
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
laïque, profane, lai, placer, chant, temporel, étendre, séculier, ballade, mettre, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
laico, collocare, posare, deporre, mettere, porre, bugia, menzogna, trovano, si trovano, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estender, configuração, advogado, deitar, acamar, mentira, mentir, mentiras, lie, encontram
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zetten, plaatsen, ballade, vlijen, neerleggen, leggen, leugen, liggen, liegen, lig, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
происходить, проложить, вить, выставлять, застлать, выбрасывать, успокаивать, расположение, баллада, обвинять, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
legge, løgn, lie, ligger, ligge, løgnen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lägga, lie, lögn, ligger, ligga, lögnen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
panna, balladi, asettaa, sijoittaa, pistää, maallikko, valhe, valheen, valhetta, maata, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lægge, sætte, løgn, ligger, ligge, løgnen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uložit, klást, světský, položit, naklást, vložit, pokládat, snášet, dávat, předložit, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyznaczyć, laicki, powalić, nieść, nakryć, pokładać, świecki, kłaść, pieśń, położyć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
laikus, fekvés, hazugság, hazugságot, fekszik, fekszenek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koymak, yalan, lie, yalandır, bir yalan, yalan söylemek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слабко, брехня, брехню, неправда, неправду, ложь
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtroj, gënjeshtër, shtrihen, gënjeshtër e, gënjeshtra, gėnjeshtėr
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лъжа, лъжата, лежат, на лъжата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хлусня, хлусьня, хлусню, няпраўду, ману
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
munema, panema, lebama, vale, peituvad, valet, valeta, lie
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
staviti, položiti, laž, leže, laži, ležati, lagati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leggja, setja, lygi, liggja, ljúga, liggur, leggjast
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baladė, melas, guli, lie, gulėti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novietot, balāde, meli, gulēt, melu, lie
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лага, лежат, лажел, лагата, лежи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
baladă, minciună, minciuna, minciuni, află, de minciuni
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
položit, laž, lie, laži, ležijo, leži
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neodborný, lož, klamstvo, lež, lži
Τυχαίες λέξεις