Λέξη: ξανθός
Σχετικές λέξεις: ξανθός
ξανθός ανδρέας συριζα, ξανθός ανδρέας, ξανθός μάγος, ξανθός άντρας ονειροκρίτης, ξανθός ιππότης, ξανθός μάγος σανκάρα grey ampa, ξανθός ιππότης σαμαράκης, ξανθός λιναρόσπορος, ξανθός άγγελος, ξανθός απρίλης
Συνώνυμα: ξανθός
καλός, ωραίος, τίμιος, δίκαιος, αίθριος, ξανθή, λινώδης
Μεταφράσεις: ξανθός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blond, light, pale, fair, blonde, The blond
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
equitativo, palidecer, ligero, prender, luz, encender, decente, iluminar, leve, incendiar, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blonde, luftig, erbleichen, hübsch, lichtstärke, erleuchten, ordentlich, angemessen, lichtschein, licht, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moral, palis, illuminer, exposition, bon, blême, pâlir, feu, net, clair, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
leggero, fiera, mercato, giusto, lieve, lume, equo, accendere, rischiarare, luce, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desfalecer, fraco, amarelejar, bazar, loiro, justo, luz, débil, louro, ascensor, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
helderheid, jaarbeurs, vaal, paal, verbleekt, aansteken, aansteker, kermis, verbleken, bleek, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
средний, ясно, убедиться, пустой, воспалить, несомненно, растапливаться, освещенность, свеча, сияние, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lett, fager, lyse, lys, tenne, blond, messe, gusten, blek, skjønn, ...
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blond, rättvis, sken, tända, blekna, skön, blek, lyse, vacker, ljus, ...
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaaleaverikkö, kohtuullinen, mieto, valo, vieno, kalvakka, markkinat, oikeudenmukainen, värin kirkkaus, keveä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fyr, tænde, let, retfærdig, oplyse, lys, belysning, lyse, torv, blond, ...
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
světlo, jarmark, zrovna, spravedlivý, sličný, rozsvítit, mdlý, čestný, oheň, osvětlit, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wesoły, uczciwy, światło, jasnowłosy, odpust, oświetlić, zapalić, sprawiedliwy, trója, zapłonąć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fakó, ablaknyílás, pártatlan, pelyvapikkely, fényforrás, szépséges, palánkkerítés, jó, léckerítés, szőke, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fuar, nur, hafif, iyi, panayır, aydınlatmak, solgun, adil, sarışın, dürüst, ...
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
середній, прояснятися, слабкий, бліднути, білявий, чемний, огорожа, блондинка, блондин, блідий, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lehtë, bukur, zbehtë, ndriçoj, drita, dritë, hu, flokëverdhë, bjonde, bjond, ...
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
блондинка, светлина, бледнях, блясък, блондин, рус, руса, русата, руси
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкi, досьщь, дзень, ясни, бландын, бландзін, бялявы, бладзін, бялявымі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rändtsirkus, piirid, kahvatu, õiglane, hele, kaunis, kerge, valgus, blondiin, teivas, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svijetliti, vitak, plavuša, svjetlo, plavokosa, sajam, plavokos, laki, plava, plav, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lýsa, ljós, fagur, bleikur, fölur, bjartur, birta, ljóshærður, ljóst, ljóshærð, ...
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lux, iustus, levis, pallens
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šviesiaplaukis, teisingas, blondinas, žiebtuvėlis, lengvas, lempa, šviesa, šviesis, šviesūs, blond, ...
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neievērojams, deglis, gadatirgus, viegls, taisnīgs, apgaismot, godīgs, gaisma, apgaismojums, šķiltavas, ...
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
светлина, запалката, руса, руси, блондинка, русокосата, русокоса
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
luminozitate, suplu, ţăruş, brichetă, frumos, corect, pal, lumină, blond, blondă, ...
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blondinka, prižgati, lahek, sejem, plot, blond, svetli, svetlolasi, Stil
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
načisto, jarmok, svetlý, ľahký, plavý, slušný, zápalka, bledý, rozsvieti, plot, ...
Τυχαίες λέξεις