Λέξη: νόσος

Σχετικές λέξεις: νόσος

νόσος των δυτών, νόσος του huntington, νόσος graves, νόσος wilson, νόσος meniere, νόσος του lyme, νόσος kawasaki, νόσος του κρον, νόσος του hodgkin, νόσος του κινητικού νευρώνα, νόσος crohn, νόσος του crohn, στεφανιαία νόσος, νόσος hodgkin

Συνώνυμα: νόσος

ασθένεια, αρρώστια, νόσημα, αρρώστεια, πάθηση, ευλογία

Μεταφράσεις: νόσος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disease, illness, disease is, Alzheimer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enfermedad, la enfermedad, enfermedades, enfermedad de, las enfermedades
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erkrankung, krankheit, Krankheit, Erkrankung, Krankheits, Krankheiten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maladie, mal, affection, infirmité, maladies, la maladie, les maladies, une maladie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infermità, malattia, malattie, la malattia, malattia di, della malattia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desdenhar, doenças, doença, desprezar, da doença, doença de, a doença
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandoening, kwaal, ziekte, ziekten, de ziekte, ziekte van, de ziekte van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недуг, психоз, заболевание, болезнь, болезни, заболевания, заболеванием
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sykdom, sykdommen, sykdoms, sykdommer
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sjukdom, sjukdomen, sjukdomar, sjukdoms, sjuka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tauti, kulkutauti, taudit, vaiva, sairaus, taudin, sairauden, tautia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sygdom, sygdommen, sygdomme, disease
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nemoc, choroba, onemocnění, choroby, nemoci
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przypadłość, choroba, schorzenie, nieszczęście, choroby, chorobą, chorobę, chorób
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kór, betegség, betegséget, betegségben
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hastalık, kesel, hastalığı, hastalıktır, hastalığın, bir hastalıktır
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвороба, захворювання, хворобу
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sëmundja, sëmundje, sëmundje e, sëmundje të, semundje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
болест, заболяване, болестта, болестта на, болест на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хвароба, хваробу
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõbi, haigus, haiguse, haiguste, haigust, haigusega
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bolest, bolesti, oboljenje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjúkdómur, sjúkdómurinn, sjúkdóm, sjúkdómi, sjúkdóma
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
morbus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liga, ligos, ligų, ligą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slimība, slimības, slimību, sērgas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
болест, болести, болеста, заболување, заболувања
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
boală, boala, boli, bolii, bolilor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bolezen, bolezni, boleznijo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemoc, choroba, chorobu, ochorenie, choroby

Στατιστικά δημοτικότητας: νόσος

Τυχαίες λέξεις