Λέξη: νηνεμία
Σχετικές λέξεις: νηνεμία
νηνεμία suites, νηνεμία πριν την καταιγίδα, νηνεμία σέριφος, exelixis νηνεμία, νηνεμία συνώνυμο, νηνεμία λεξικό, νηνεμία καρπενήσι, νηνεμία ετυμολογία, νηνεμία wiki, νηνεμία αντίθετο
Μεταφράσεις: νηνεμία
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
calm, lull, still air, the lull, no wind, of still
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aquietar, calmar, sosegado, sosegar, silencio, tranquilizar, quieto, silencioso, adormecer, amainar, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
still, beruhigen, gelassenheit, ruhe, friedlich, stille, gemütsruhe, ruhig, gelassen, Flaute, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quiet, silencieux, apaiser, calmez, feutré, rasséréner, tranquillité, calmer, silence, pacifique, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tranquillità, quieto, calma, abbonacciare, acquietare, quiete, calmo, pacatezza, sereno, calmare, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calmo, acalmar, sossegar, tranquilo, apaziguar, calma, sossegado, quieto, sereno, sossego, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gerust, wiegen, bedaardheid, geruststellen, kalm, kalmeren, stillen, bedaren, gerustheid, rustig, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
унять, безветренный, штиль, безмятежный, перерыв, тишь, тихий, покой, спокойствие, успокаивать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berolige, ro, stille, rolig, stillhet, lull, pause, lulle, rolig periode, bysser
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lugna, stillhet, stilla, mildra, lugn, lull, stiltje, invagga, uppehåll
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tauko, hätäilemätön, tyyni, tuutia, tyyntyä, rauhoittaa, taukoaminen, viihdyttää, tyven, tyynnyttää, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rolig, pause, dysse, lulle, lull, stilstand
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uspat, tichý, ticho, utišit, uklidnit, přestávka, klid, utišení, ukonejšit, uklidňovat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cichy, uśmierzać, uspokojenie, uciszyć, spokojny, gładki, cisza, usypiać, uspakajać, spokój, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szélcsend, szünet, LULL, a LULL, elaltat
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uyuşturmak, durgun, durgunluk, rahat, sessiz, sakin, yatıştırmak, sükunet, bir sükunet, lull, ...
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
млявий, тепленький, рівний, збайдужілий, байдужий, тихий, затишшя, затишок, спокійне, тиша
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qetësoj, qetë, vë në gjumë, qetësim, përgjumje, qetësim i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тишина, затишие, приспи, временно затишие, затихвам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зацішша, зацішак, зацішку
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahunema, tuulevaikus, tüüne, rahunenud, soikuma, suigutama, luilutama, soikumine
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tišina, staložen, mir, mirno, zatišje, uljuljkati, uspavati, pjevušenjem uspavati, smiriti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stilltur, stillilegur, sefa, lygn, vagga, aðgerðaleysi, daufleiki
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sedo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ramumas, raminti, tyla, ramus, užliūliuoti, ramybės valandėlė, malšinti, laikinas aprimimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesatraukts, mierīgs, klusums, miers, savaldība, nosvērtība, iemidzināt, apsīkšana, ieaijāt, LULL, ...
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
затишје, затишјето, пауза, смирување, примирје
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calm, linişti, acalmie, pauză, liniște, potoli, adormi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vlažna, tih, uspavati, zatišje, LULL, z lull
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ticho, vlažný, prestávka, prestávku, prestávky
Τυχαίες λέξεις