Λέξη: μόλυνση
Σχετικές λέξεις: μόλυνση
μόλυνση θαλασσών, μόλυνση από κουνούπι, μόλυνση νερού, μόλυνση στο πρόσωπο, μόλυνση πέους, μόλυνση του αέρα, μόλυνση των υδάτων, μόλυνση εδάφους, μόλυνση ζύμης, μόλυνση υδάτων
Συνώνυμα: μόλυνση
μετάδοση, μίασμα, μεταδοτική αρρώστεια, λοίμωξη, ρύπανση, βεβήλωση
Μεταφράσεις: μόλυνση
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contamination, infection, pollution, infection of, contamination of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contagio, contaminación, infección, la infección, infección por, infecciones, la infección por
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umweltbelastung, infektion, vergiftung, ansteckung, kontamination, verseuchung, Infektion, Infektions, Infektion zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peste, pollution, contamination, contagion, infection, l'infection, une infection, infection par, infection à
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contaminazione, contagio, infezione, inquinamento, infezioni, l'infezione, un'infezione, infezione da
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contagiar, infecção, poluição, contaminação, a infecção, infecção por, infecção pelo, de infecção
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verontreiniging, vervuiling, ontsteking, besmetting, infectie, infecties, een infectie
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зараза, разложение, осквернение, инфицирование, порча, контаминация, загрязнение, инфекция, заражение, заразительность, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smitte, forurensning, kontaminering, infeksjon, infeksjonen, infeksjoner
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smitta, förorening, infektion, infektionen, infektioner, infektions
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tartutus, infektio, saastuminen, tartunta, infektion, tartunnan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
infektion, infektionen, smitte, infektioner
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
znečištění, nakažení, nákaza, kontaminace, infekce, zamoření, infekci, infekcí
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarażanie, infekcja, skażenie, zatrucie, zaraza, kontaminacja, zakażenie, zarażenie, zanieczyszczenie, zakażenia, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
umlaut, szennyezés, ragály, fertőzés, fertőzést, fertőzések, a fertőzés
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enfeksiyon, enfeksiyonu, infeksiyon, infeksiyonu, enfeksiyonun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
псування, плюндрування, контамінація, заразити, заражати, осквернення, інфекція
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
infeksion, infeksioni, infeksionit, infeksion i, infektim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замърсяване, инфекция, инфекцията, заразяване, инфекция на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інфекцыя, інфэкцыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
infektsioon, saastumine, nakkus, reostus, infektsiooni, nakkuse, nakatumise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kontaminirano, zaraza, onečišćenje, infekcija, zaraženost, infekcije, infekciju, zaraze
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mengun, sýking, sýkingu, sýkingar, sýking í, sýkingin
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
contagio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
infekcija, infekcijos, infekciją, infekcijų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
infekcija, inficēšanās, infekcijas, infekciju
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инфекција, инфекцијата, инфекции, инфекција на, инфекција со
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
contagiune, infecţie, infecție, infectie, infecției, infecții, infecția
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nákaza, okužba, okužbe, infekcija, okužbo, okužba s
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nákaza, infekcie, infekcia, infekcií, nákazy, infekciu
Στατιστικά δημοτικότητας: μόλυνση
Τυχαίες λέξεις