Λέξη: μπήγω
Σχετικές λέξεις: μπήγω
μπήγω συνώνυμα
Συνώνυμα: μπήγω
στερεώ, στερεώνω, ορίζω, προσηλώνω, επιδιορθώνω, χώνω
Μεταφράσεις: μπήγω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embed, thrust, drive into, drive in
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empujar, conducir en, conducir hacia, unidad en, en coche a, coche a
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einstecken, schubkraft, stoßen, druck, stecken, schub, stich, schieben, fahren, fahren in, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ancrer, enfoncer, poussée, pousser, offensive, établir, bourrade, buter, attaque, sertir, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spingere, spinta, guidare in, guidare nel, guidare nella
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enterrar, embaixada, pressão, repercutir, dirigir, conduzir, carro, unidade, de carro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duwen, stoten, inrijden, rijden in, rijdt, rijden naar, rijden naar de
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сунуть, засовывать, напор, пнуть, укладывать, толчок, запихивать, высовывать, вставлять, погрузить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
støt, skubb, kjøre inn, kjøre inn i, kjøre til, kjører inn, kjører inn i
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöt, kör in, köra in, driva in, driva i, driva in i
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
iskeä, sysätä, kiinnittää, upottaa, tunkea, sysäys, pistää, lykätä, ajaa jhk, ajaa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
støde, køre ind, kører ind, kører ind i, drive i, drev i
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útok, vniknout, strčit, vsadit, tlak, tlačit, usadit, zakotvit, zasadit, usazovat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
popychać, wbijać, wierzyć, pchnięcie, napór, szturchać, ciąg, nasuwać, wkopać, odrzut, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
döfés, tolás, meghajtót, áthajtani, vezessen be, meghajtót a
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürücü, götürmek, sürücüsüne, içine sürücü, içine sürmek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вкарбувати, поштовх, засунений, вставляти, занурити, напір, штовхнути, штовхати, забивати, вбивати, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
futem, përzënë në, të përzënë në, makinë në, me makinë në
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шофиране, карам, управлява, шофирате, задвижване
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штурхаць, ўбіваць, забіваць, упісваць, убіваць, убіць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põtkima, pistma, telgsurvejõud, sõitke, sõitma, sõidate, juhtida, sõit tundub
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uložiti, ukopavati, udar, smještanje, usaditi, postaviti, ugraditi, ugnijezditi, tiskati, nasrtaj, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aka inn, keyri inn, aka inn í, keyra inn, keyra inn í
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ictus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sukalti, vairuojate į, diską į, kietąjį diską į, kelionė taps
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedzīt, iebraukt, iebrauc, Iebraucam, iedzīt galvā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вози во, се вози во, да возат во, возат во, кола до
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conduce în, treci prin
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zapustit, vložit, voziti, vozite, vozijo, vožnjo, vožnje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vjazdu, vjazde, vstupe, vstupu, vchode
Τυχαίες λέξεις