Λέξη: μνήμη

Σχετικές λέξεις: μνήμη

μνήμη μου σε λένε πόντο, μνήμη ram, μνήμη rom, μνήμη και εμπειρία του χώρου, μνήμη flash, μνήμη κάρτας γραφικών shared, μνήμη υπολογιστή, μνήμη ram ddr2, μνήμη ram ddr2 2gb, μνήμη cache

Συνώνυμα: μνήμη

μνημονικό, ανάμνηση, θύμηση, ενθύμηση, ενθύμιο

Μεταφράσεις: μνήμη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
memory, remembrance, the memory, memory of, memory is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
memoria, recuerdo, recordación, de memoria, la memoria, memoria de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erinnerung, andenken, gedächtnis, speicher, erinnerungsvermögen, Speicher, Gedächtnis, Erinnerung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entrepôt, souvenir, commémorative, mémoire, la mémoire, de mémoire, mémoire de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricordo, memoria, di memoria, la memoria, della memoria
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
memória, memorizar, de memória, a memória, memória de, da memória
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geheugen, gedachtenis, aandenken, herinnering, nagedachtenis, het geheugen, geheugen van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
регистрация, воспоминание, упоминание, память, памяти, памятью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hukommelse, erindring, minne, minnet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
minne, minnet, minnes
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muisti, muisto, muistiin, muistin, muistia, muistilla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
minde, hukommelse, erindring, hukommelsen, memory
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
paměť, vzpomínání, vzpomínka, památka, paměti, paměťové, paměťová, paměťovou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pamięć, umysł, wspomnienie, pamięci, pamięcią
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
memória, emlékezet, memóriát, memóriában, memóriájában
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hatır, bellek, hafıza, belleği, hafızası
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пам'ять, пам'яті, згадку
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ram, kujtesa, kujtim, kujtesë, kujtesës, memorie, e kujtesës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
памет, паметта, с памет, на паметта
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
памяць, память, памяці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mälu, mällu, mäluga, mäludega, mälus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pamtilo, memoriji, memorija, sjećanje, uspomena, memorije, memorijsku, memorijske
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
minni, minnið
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
recordatio, memoria, animus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atmintis, atminties, Memory, atmintį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atmiņa, atmiņas, atmiņu, atmiņā, atmiñas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
меморија, меморијата, мемориската, мемориски, мемориска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amintire, memorie, de memorie, memoria, memoriei, memoria de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spomin, pomnilnik, pomnilnika, spomina, pomnilniške
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spomienka, pamäť, pamiatka, pamäte

Στατιστικά δημοτικότητας: μνήμη

Τυχαίες λέξεις