Λέξη: μηχανή

Σχετικές λέξεις: μηχανή

μηχανή nespresso, μηχανή εσωτερικής καύσης, μηχανή μετάφρασης, μηχανή espresso, μηχανή του χρόνου, μηχανή παγωτού, μηχανή αναζήτησης, μηχανή κουρέματος, μηχανή ζυμαρικών, μηχανή γκαζόν, φωτογραφική μηχανή, ξυριστική μηχανή, κουρευτική μηχανή

Συνώνυμα: μηχανή

μοτέρ, κινητήρας, κινητήρ, κάμερα, φωτογραφική μηχανή

Μεταφράσεις: μηχανή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
motorcycle, motor, motorbike, locomotive, engine, machine, camera, machinery
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
motor, locomotora, máquina, moto, motocicleta, máquina de, la máquina, máquinas, de la máquina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maschine, störung, motorisch, motorrad, lokomotive, triebwerk, motor, bewegend, Maschine, Maschinen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réacteur, locomotive, propulseur, moteur, machine, motocyclette, moto, engin, linge, appareil, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ordigno, motocicletta, motore, locomotiva, macchina, della macchina, macchine, macchina di, apparecchio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
armário, locomotiva, motocicleta, motriz, motor, compromisso, locomotivas, motores, máquina, máquina de, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
locomotief, motor, motorfiets, motorisch, machine, apparaat, de machine, automatische, computer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тепловоз, мотоциклет, паровоз, мотор, автотранспорт, электровоз, мотоцикл, средство, машина, локомотив, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lokomotiv, motor, motorsykkel, maskin, maskinen, maskinens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
motor, motorcykel, lokomotiv, maskin, maskinen, maskinens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
veturi, liikuttava, ajaa, koneisto, motti, moottori, moottoripyörä, kone, koneen, laitteen, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lokomotiv, motorcykel, motor, maskine, maskinen, maskinens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lokomotiva, nástroj, motorka, motocykl, motorický, motor, stroj, stroje, přístroj, Zařízení, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
motor, lokomotywa, maszynista, parowóz, motorower, wieźć, motocykl, maszynownia, jechać, mechanizm, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
motor, motorkerékpár, mozdony, gép, készülék, gépet, gépi, készüléket
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lokomotif, motor, makine, makinesi, makinası, makina, makinenin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засіб, строкатий, паровоз, механізм, кошт, кошти, двигун, машина, машини
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
motor, makinë, makine, makinës, makinerie, machine
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
двигател, мотор, велосипед, машина, машината, машини, машина за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
машына, машыны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lokomotiiv, motoroller, mootorratas, mootor, vedur, mopeed, masin, masina, machine, masinat, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
motorna, motornih, motocikl, motor, auto, uređaj, mašina, aparat, stroj, rublja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vél, vélin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lokomotyvas, variklis, motoras, garvežys, motociklas, motorinis, mašina, aparatas, mašinos, staklės, ...
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
motors, dzinējs, lokomotīve, mašīna, iekārta, mašīnas, mašīnu, aparāts
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
локомотива, машина, машини, машината, машина за, машински
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
motor, motocicletă, locomotivă, mașină, masina, mașină de, masina de, mașinii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lokomotiva, motor, stroj, machine, naprava, stroj za, strojno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
motorka, pohybový, motorové, stroj, motocykel, motor, samohybný, stroje, technika

Στατιστικά δημοτικότητας: μηχανή

Τυχαίες λέξεις