Λέξη: μεταρσιωμένος

Μεταφράσεις: μεταρσιωμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exalted
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exaltado, exaltada, excelsa, excelso, sublime
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erhoben, verherrlichte, erhaben, hoch, exaltiert, erhabenen, erhabene
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
relevé, grand, élevé, haut, exalté, exaltée, exaltation, sublime
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esaltato, esaltata, elevato, sublime, esaltazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exaltado, exaltada, elevado, elevada, exaltados
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verheven, verhevener, verhevene, opgetogen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
восторженный, высокопоставленный, достойный, экзальтированный, прославленный, возвышенный, благородный, возбужденный, возвышенное, возвышенным, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opphøyet, opphøyde, opphøyd, opphøyede, ophøiet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
upphöjd, upphöjda, exalterad, upphöjt, exalterade
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
idealistinen, ylevä, Ylhäinen, Ylistetty, Exalted, ylevää
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ophøjet, ophøjede, eksalteret
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ušlechtilý, povznesený, vysoký, vznešený, vznešená, vznešené, vznešeným
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wysoki, egzaltowany, podniosły, wywyższony, wzniosły, wzniosła
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emelkedett, magasztos, fennkölt, magasztalt, felmagasztosult
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüce, yüceltilmiş, yüce bir, engin, yüceliş
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прославлений, піднесений, високопоставлений, піднесена
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zgjuar, lartësuar, përlëvdojmë, i lartësuar, ekzaltuar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
екзалтиран, издигнат, възвишено, възвишена, екзалтирано
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узнёслы, узвышаны, ўзнёслы, ўзвышаны, узьнёслы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrge, vaimustatud, eksalteeritud, erutatud, ülendatud, Ylhäinen, ülevat
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzvišen, uzvišeni, uzvišena, uzvišenim, uzvišeniji
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upphafinn, háfleygan
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakilus, išaukštintas, išaukštinta, išaukštintos, išaukštintą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cildens, pacilāts, eksaltēts, sajūsmināts, augstu stāvošs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возвишена, возвишени, возвишен, возвишеното, возвишените
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exaltat, înălțat, înaltă, înălțată, exaltată
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzvišena, vzvišeno, vzvišen
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povznesený, vysoký, vysoká, vysokú, veľký, vysoké
Τυχαίες λέξεις