Λέξη: μεταπείθω
Συνώνυμα: μεταπείθω
αποτρέπω
Μεταφράσεις: μεταπείθω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dissuade, dissuasion
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desaconsejar, disuasión, la disuasión, de disuasión, dissuasion, disuasorio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Abraten, Abschreckung, Abmahnung, Dissuasion, Abschreckungs
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déconseiller, détourner, dissuader, dissuasion, la dissuasion, de dissuasion, dissuasif
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dissuadere, dissuasione, dissuasion, di dissuasione, la dissuasione, dissuasivo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dissolva, dissolver, dissuadir, dissuasão, persuasão, de dissuasão, a dissuasão, dissuasion
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontrading, afschrikking, ontmoediging, ontradingsbericht, afschrikkend
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отсоветовать, отговаривать, разубеждать, отговоры, разубеждение, отговаривание, сдерживание, устрашение
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fraråding, frarådelse, bekjempelse
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dissuasion, avrådande, avskräckande syfte, avråda, avskräcknings
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karkottaa, pelottaa, varoitus, varoittaminen, vaikuttavaa, varoittavaa, pelotteena
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afskrækkelse, dissuasion, afskrækkende, afskrække, at afskrække
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odradit, zrazovat, odrazovat, zrazování, odrazování
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odwieść, odwodzić, odradzać, odwodzenie, odradzanie, zniechęcanie, odstraszanie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lebeszélés, eltántorítás, elrettentés, eltántorítási, visszatartásra
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vazgeçirme, caydırma, dissuasion, kandırma, ikna
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відговорювати, переконувати, відрадьте, відрадити, відмовляння
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhbindje, kthim i mendjes
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разубеждаване, разубеждаването, раздумване
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адгаварыць, адгавораць, адгавары, адгаварыў, адгаварылі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mahalaitmine, hoiatusstrateegiast, on hoiatusvahendiks, hoiatusvahendiks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odgovaranje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dissuasion
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atkalbinėjimas, Atrunāšana, Atgimimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atrunāšana, Pārliecināšana
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обесхрабрување, одвраќање, е одвраќање, да е одвраќање, и да е одвраќање
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acțiunea de a convinge pe cineva, descurajare, disuasiune, descurajarea, disuasiunea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odvračanja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrádzanie, zrady
Τυχαίες λέξεις