Λέξη: μετακομίζω

Σχετικές λέξεις: μετακομίζω

μετακομίζω γαλλικά, μετακομίζω στα αγγλικά, μετακομίζω-πάνος κιάμος, μετακομίζω ονειροκρίτης, μετακομίζω πάνος κιάμος lyrics, μετακομίζω στη θεσσαλονίκη, μετακομίζω κιάμος στίχοι, μετακομίζω κιαμος, μετακομίζω γιατί χωρίζω, μετακομίζω στο λονδίνο

Συνώνυμα: μετακομίζω

μετακινώ, βγάζω, μεταφέρω, απομακρύνω, μεταθέτω, μετακομίζω έξω, διαβιβάζω, παραφέρω

Μεταφράσεις: μετακομίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
relocate, move, remove, move out
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
levantar, apartar, trasladar, remover, moverse, retirar, eliminar, conmover, mover, arredrar, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reisen, töten, regung, umbringen, bewegen, aktion, schritt, gehen, beseitigen, bewegung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déblayer, affecter, éliminer, progresser, émouvez, remuez, pousser, meuvent, déménagement, émeuvent, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mossa, movimento, allontanare, spostare, rimuovere, moto, scostare, commuovere, eliminare, muovere, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sensibilizar, afastar, desadaptar, ir, abalar, mudar, viajar, levantar, bocado, mudança, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijderen, bewegen, aangrijpen, uitwerken, verleggen, uitvoeren, uitbrengen, uitmaken, omzetten, lopen, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
идти, перестановка, ступень, удалиться, уходить, трогать, устранить, снимать, подвигать, прибирать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påvirke, bevege, røre, bevegelse, gå, flytte ut, flytte, flytter ut, å flytte ut
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rubba, avsätta, flytta, röra, rörelse, flytta ut, flyttar ut, flytta ut ur, röra sig ut
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kävellä, menetellä, muuttaa, liikuttaa, kulkea, käydä, siirto, riisua, siirtää, poistaa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
røre, bevæge, fjerne, bevægelse, gå, flytte, bevæge sig ud, flytte ud, flytter ud, at flytte ud
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odstraňovat, hnout, odložit, sklidit, sesadit, sejmout, propustit, odstranění, hnutí, rozechvívat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
usunąć, skreślać, ruszyć, zwolnić, zagranie, wyjmować, likwidować, uprzątać, poruszyć, oddalić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sakkhúzás, kiköltözik, költözni, költözzenek el, kiköltözni, elköltözni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hareket, kımıldamak, gitmek, kımıldatmak, kımıldanma, uzaklaştırmak, taşınmak, dışarı taşımak, taşımak, dışına taşımak, ...
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зсув, спонукуваний, рухомий, пересувний, видаляння, переміщення, перевантажування, перевантаження, знос, вивезення, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heq, lëviz, largohem, lëvizin nga, lëvizin jashtë, të lëvizin nga, lëvizur jashtë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
движение, изнесат, се изнесат, излязат, да се изнесат, преместите
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адхазiць, хадзiць, рабiць, з'язджаць, зьяжджаць, з'яжджаць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käik, teisaldama, kolima, eemaldama, kõrvaldama, välja kolima, lahkuma, lahkuda, välja kolida
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opustiti, maknuti, premjestiti, uzbuditi, dirnuti, pokret, uklanjati, rasti, osloboditi, radnja, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flytja, hræra, hreyfa, snerta, flytja út, fara út, færa út, að flytja út, flutt út
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abrogo, permoveo, agito
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
judinti, judėti, eiti, veikti, eiga, išsikraustyti, išeiti, perkelti iš, išsikelti, išeiti iš
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kustināt, atcelt, darboties, aizvākt, kustēties, rīkoties, kustība, iet, noslepkavot, pārcelties, ...
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исели, се движат надвор, да се движат надвор, се движи надвор, движат надвор
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mica, mişcare, muta, mute, se mute, ieși, mut
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
seliti, odstranit, izseliti, premakniti iz, izselijo iz, selijo iz, premaknete iz
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohyb, hnutí, vysťahovať, emigrovať, vysťahovať sa
Τυχαίες λέξεις