Λέξη: μειώνομαι

Συνώνυμα: μειώνομαι

μειούμαι, ελαττώνομαι, μικραίνω

Μεταφράσεις: μειώνομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drop, diminish, wane, fall off
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
achicar, caída, reducir, gota, amenguar, menguar, disminuir, reducirse, decadencia, menguando, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reduzieren, vermindern, abfall, verringern, tropfen, überspringen, niederhauen, auslassen, schlückchen, wasserspiegelunterschied, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
supprimer, rabaisser, couler, choir, réduire, sauter, diminuons, diminuez, rapetisser, omettre, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scemare, diminuire, abbattere, stilla, goccia, gocciola, rimpicciolire, ridurre, declino, wane, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pender, inclinação, gota, gastar, dimensão, pingo, cair, diminua, declínio, decadência, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vellen, druppel, verteren, afnemen, besteden, lik, minderen, verminderen, droppel, drop, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разукрупнить, упускать, упасть, умерять, тратить, падение, убавить, грохнуть, капать, уменьшить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dråpe, forminske, blekne, avta, hell, tilbakegang, avtagende
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
minska, avta, vankant, tillbakagång, avtar, avtagande
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vähentää, lysähtää, valahtaa, suistua, heikentää, huveta, kaataa, kulua, hälvetä, vähätellä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dråbe, falde, tår, aftagende, retur, aftage, daler, i aftagende
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
padat, kanout, ztenčit, spustit, pokles, klesat, ubývat, skolit, sklopit, dopad, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
upaść, spuszczać, zrzut, zmaleć, utrata, upadać, spadek, upuścić, kropla, opadać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
apadás, hullámosságmentes, fogy, hullamossag, hanyatlóban
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
damla, eksiltmek, salıvermek, azaltmak, damlamak, azalmak, wane, zayıflamak, kerestedeki kusur, batmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упускати, падіння, народитись, ослабляти, принижувати, зменшити, крапати, послабляти, спад, убуток, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pakësoj, pikë, shuarje, rënie, venitet, pakësim, dobësohem
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гаснене, намалявам, губя блясъка си, дефектен край на талпа, дефектен край на дъска
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скакаць, падаць, змяншэнне, спад, страта
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kukkuma, lõpetama, kahanema, vähenema, kahanemas, hupenemassa, alanemine, Huveta
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispustiti, opasti, umanjiti, curiti, smanjiti, smanjivati se, uštap, opadanje, smanjivati, izmak
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
falla, dropi, missa, hjaðna, minnka, undanhaldi, minnkandi, dregur
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cado, moderor
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lašas, sumažinti, kristi, dilti, delčia, Dilšana, dilimas, gaišti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdot, piliens, klints, iztērēt, dilšana, dilt, mazināšanās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бледнее, опаѓање, опаѓа, исчезнуваат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strop, pictor, picătură, declin, ondulari, ondulate, ondulari se
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zmenit, Izginjanje, Uštap, zaton, Opadanje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pokles, pustiť, ubúdať, znižovať, zmenšovať, mal počet, stále menej
Τυχαίες λέξεις