Λέξη: μαλάζω
Μεταφράσεις: μαλάζω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
knead, malazo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amasar, malazo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
massieren, kneten, malazo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
façonner, pétrissez, malaxer, pétrissent, masser, pétris, pétrissons, pétrir, malazo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impastare, malazo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kneden, malazo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
формировать, перемесить, вымешивать, растирать, вымесить, уминать, разминать, смешать, размять, промесить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kna, malazo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaivata, malazo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
válet, utvářet, masírovat, hníst, mísit, malazo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgnieść, ugniatać, rozmiesić, miesić, urabiać, rozczochrać, masować, gnieść, malazo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
по-шахрайському, malazo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõtkuma, muljuma, malazo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mijesiti, masirati, gnječiti, malazo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīcīt, malazo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
malazo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Malage, Malaze, Malaga
Τυχαίες λέξεις