Λέξη: μέριμνα
Σχετικές λέξεις: μέριμνα
μέριμνα ζωής, μέριμνα του παιδιού, μέριμνα συνώνυμο, μέριμνα παιδιού κατερίνης, μέριμνα ζώων πάτρα, μέριμνα του παιδιού θεσσαλονίκη, μέριμνα παιδιού, μέριμνα πάτρα, μέριμνα ποντίων κυριών, μέριμνα λεξικό
Συνώνυμα: μέριμνα
ανησυχία, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, αδημονία
Μεταφράσεις: μέριμνα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
provision, concern, care, responsibility, ensure, ensuring
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abastecimiento, aprovisionamiento, preocupación, interés, inquietud, la preocupación, su preocupación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachschub, rückstellung, belieferung, einrichtung, bereitstellung, vorsorge, vorbehalt, vertragsregelung, versorgung, regelung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fourniture, approvisionnement, provision, stipulation, protection, stock, réservation, assurance, prescription, ravitaillement, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rifornimento, approvvigionamento, preoccupazione, riguardano, preoccupazioni, interesse, preoccupazione per
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
província, abastecimento, aprovisionar, preocupação, interesse, preocupações, a preocupação, preocupação de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorziening, voorraad, aanvoer, provisie, bevoorrading, proviandering, betreffen, bezorgdheid, belang, zorg, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благоустройство, поставка, снабжение, предоставление, довольствие, условие, оговорка, предостережение, резерв, обеспечение, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
levering, forsyning, bekymring, bekymringen, problem, interesse, drift
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oro, bekymmer, problem, intresse, berör
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarjoaminen, varustaminen, ehto, huolto, hankinta, varustella, suunnittelu, muona, huoli, huolenaihe, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bekymring, vedrører, interesse, problem
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zásobování, dodávka, nařízení, ustanovení, rezerva, zařízení, zabezpečení, zajištění, výhrada, znepokojení, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klauzula, warunek, przepis, zaopatrywanie, udostępnienie, zastrzeżenie, zapas, zaopatrzenie, zastosowanie, przewidzenie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellátás, aggodalom, aggodalmát, aggodalomra, aggodalommal, aggodalomra ad okot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
endişe, kaygı, bir endişe, sorun, ilgi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доказування, доведення, турбота, піклування, клопіт
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kusht, shqetësim, shqetësimi, shqetësim i, brengë, shqetësimin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заготовка, загриженост, грижа, безпокойство, загрижеността
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клопат, клопаты
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
säte, klausel, lepingutingimus, mure, muret, puudutavad, käsitlevad, probleem
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rezerviranja, opskrba, pričuva, snabdijevanje, briga, zabrinutost, problem, odnose, tiču
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhyggjuefni, áhyggjur, Áhyggjuraddir, áhyggjum, varða
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūpestis, susirūpinimas, susirūpinimą, susiję su, problema
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rūpes, koncerns, bažas, attiecas, attiecas uz
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
загриженост, грижа, интерес, загриженоста, загриженост во
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aprovizionare, îngrijorare, preocupare, îngrijorarea, interes, preocuparea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skrb, zadevajo, zaskrbljenost, skrbi, nanašajo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ustanovení, znepokojenie, obavy, obavy v, znepokojenie nad, znepokojenia
Στατιστικά δημοτικότητας: μέριμνα
Τυχαίες λέξεις