Λέξη: μάρκα
Σχετικές λέξεις: μάρκα
μάρκα πορσελάνης, μάρκα αυτοκινήτου, μάρκα στυλό, μάρκα προφυλακτικών, μάρκα μοτοσυκλετών, μάρκα τσιγάρων, μάρκα ρούχων on line, μάρκα ρούχων, μάρκα σκυλιών, μάρκα στηλών
Συνώνυμα: μάρκα
κατασκευή, πυρσός, δαυλός, στίγμα, είδος, επιγραφή, επίγραμμα, τικέτα
Μεταφράσεις: μάρκα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brand, make, the brand, chip, brand of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
señalar, cuño, marca, la marca, de marca, marca de, marca de fábrica
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausführung, brandzeichen, schwert, schutzmarke, brandmal, marke, markenzeichen, Marke, Marken, brand
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tison, épée, repère, façon, type, marquer, stigmate, espèce, sorte, estampille, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marchio, bollare, marca, di marca, del marchio, specifico
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
marca, da marca, tipo, de marca, marca de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
degen, zwaard, brandmerk, merk, brand, het merk, merknaam, merken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тавро, головня, марка, таврить, клеймо, заклеймить, факел, головешка, меч, клеймить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
merke, brennemerke, merkevare, brand, splitter
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brännmärka, märke, varumärke, kedja, varumärket, helt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyyppi, laji, laatu, kekäle, miekka, leima, merkki, brändi, tuotemerkin, Tuotemerkki, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mærke, brand, helt, mærket, varemærket
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
značka, značkovat, oharek, označit, označkovat, znamení, druh, cejchovat, cejch, značky, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ożóg, zwarzenie, żagiew, pochodnia, niedopałek, piętnować, wypalać, rodzaj, gatunek, głownia, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kard, üszök, márka, Brand, a márka, márkanév, márkájú
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
marka, kılıç, markası, bir marka, markalı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клеймити, смолоскип, ґатунок, меч, факел, клеймо, марка, Бренди
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
markë, krejt, markës, markë e, krejt të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клеймо, меч, марка, марката, чисто, на марката, съвсем
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
марка, маркі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tootemark, põletusmärk, tukk, kaubamärk, brändi, tootemargi, kaubamärgile, margitoote
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
marka, vrsta, znak, žig, žigosati, brand, marke, potpuno, branda
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vörumerki, tegund, vörumerkið, heitir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
modelis, kardas, fasonas, kalavijas, špaga, markė, prekės, prekės ženklas, markės, Prekinis ženklas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zobens, fasons, modelis, šķirne, zīmols, zīmolu, zīmola, preču zīmi, Brand
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бренд, брендот, марка, сосема, марката
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
marcă, spadă, marca, de brand, unei marci, a unei marci
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
označit, blagovne znamke, Blagovna znamka, Znamka, znamko, blagovno znamko
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
značka, znak, známka, označenie, ochranná známka
Στατιστικά δημοτικότητας: μάρκα
Τυχαίες λέξεις