Λέξη: λιπαντικό

Σχετικές λέξεις: λιπαντικό

λιπαντικα super dynamic extra diesel, λιπαντικό αλυσίδασ, λιπαντικό κ-υ, λιπαντικό αλυσίδας ποδηλάτου, λιπαντικό αλυσίδας μοτοσυκλέτας, λιπαντικό κόλπου, λιπαντικό και εγκυμοσύνη, λιπαντικό wd-40, λιπαντικό σιλικόνης, λιπαντικό duo

Συνώνυμα: λιπαντικό

γράσο, λίπος, λιπαρά αλοιφή, λιπαρή αλοιφή

Μεταφράσεις: λιπαντικό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lubricant, grease, lubricating, oil, a lubricant
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grasa, lubrificante, unto, lubricar, untar, lubricante, engrasar, la grasa, de grasa, grasas, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmierstoff, fett, gleitmittel, schmiermittel, schmutz, abdichten, fette, fetten, schmierfett, schmiere, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cambouis, lubrifier, graisse, graisser, graissage, gribouiller, barbouiller, enduire, ordure, saleté, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
untume, ungere, grasso, lubrificante, ingrassare, di grasso, il grasso, del grasso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paste, untar, graxa, gordura, banha, pastar, massa lubrificante, de graxa, graxa de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
smeer, smeren, invetten, vet, vetten, smeervet, vetvrij
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мазь, замаслить, просаливать, смазка, просалить, засаливать, смазывать, подсед, мокрец, смазать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fett, smørefett, fettet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fett, smet, smörja, talg, flott, fettet, smörjfett
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rasva, voide, voidella, ihra, törky, rasvata, liukaste, lika, saasta, öljytä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fedt, smørefedt, fedtet, fedtstof
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mazadlo, kolomaz, mastnota, omastit, mazat, omastek, sádlo, promazat, tuk, namazat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
natłuszczać, maź, okrasa, omaścić, smar, tłuszcz, smarować, tłuścić, pomada, smalec, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
síkosító, zsírozó, zsír, zsírt, zsírral, kenőzsír, kenőanyag
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kir, pislik, gres, yağ, gresi, yağı, gres yağı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змазувати, мастити, змазати, незграбний, змастити, змащувати, мастило, змащення, змазка, змащування, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
yndyrë, lyrë, graso, dhjamë, lyrësoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сало, смазка, грес, мазнини, мазнина, смазки
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змазка, сістэма змазкі, спецыяльныя аксэсуары, змазкі, смазка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rasv, määrdeaine, määrima, määre, rasva, grease, määrdega
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mazivo, mast, podmazati, masti, masnoće, masnoća
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fita, feiti, fitu, smyrja vélina, smurfeiti
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arvina
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tepalas, purvas, riebalų, tepalo, riebalai, riebalus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dubļi, smērviela, ziede, tauki, smērvielu, taukvielas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маст, маснотии, маснотија, маснотијата, масти
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lubrifiant, unsoare, murdărie, grăsime, grăsimi, vaselină, de grăsime
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mazivo, mazat, namazat, mast, masti, maščobe, maščobo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maz, mazať, mazadlo, mazivo, tuk, tuku, tuky, olej
Τυχαίες λέξεις