Λέξη: λημέρι

Σχετικές λέξεις: λημέρι

το λημέρι, λημέρι θεσσαλονίκη, λημέρι του λύκου, λημέρι ευρυτανίας

Συνώνυμα: λημέρι

τρώγλη, φωλιά, φωλιά θηρίου, κρυσφύγετο, ιδιαίτερο δωμάτιο

Μεταφράσεις: λημέρι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
den, lair, hideout, haunt, nest
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cueva, madriguera, guarida, cubil, den, estudio, sala
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterschlupf, höhle, bau, versteck, Höhle, Bau, den
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouge, tanière, gîte, nid, taudis, terrier, repaire, cachette, antre, sentine, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tana, covo, den, fossa, rifugio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desmoralizar, ninho, antro, covil, den, cova, arrumos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krocht, grot, spelonk, hol, holte, den, kamer, kuil
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нора, берлога, логовище, притон, приличие, пещера, логово, вертеп, каморка, Den, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hule, hiet, hi, den, Dan
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
håla, kula, näste, lya, Den
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luola, pakopaikka, soppi, pesä, den
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hule, den, the, hulen, danmark
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nora, pelech, brloh, doupě, den
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
legowisko, pieczara, spelunka, nora, jaskinia, melina, den, kącik
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
barlang, den
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
in, mağara, den
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кубло, комірка, барліг, комірчина, лігво, лігвище, лігва, логово
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çerdhe, den, shpellë, denarë, strehë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бърлога, вертеп, ден, бърлогата, рова
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
логава, логавішча
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kabinet, koobas, urg, den
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jama, sklonište, brlog, jazbina, pećina, den, pećinu, činite pećinu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
den
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
specus, antrum, cubile
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
guolis, urvas, den, lindyne
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miga, ala, midzenis, den
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ден, денари, den
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vizuină, bârlog, cuib, den, groapa
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
den
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pelech, brloh, doupě, dúpä, nora, diery
Τυχαίες λέξεις