Λέξη: κτηνίατρος
Σχετικές λέξεις: κτηνίατρος
κτηνίατρος θεσσαλονίκη, κτηνίατρος καλλιθέα, κτηνίατρος για κουνέλια, κτηνίατρος εκτροφής, κτηνίατρος χανιά, κτηνίατρος ηλιούπολη, κτηνίατρος άνω γλυφάδα, κτηνίατρος νέα σμύρνη, κτηνίατρος αναστόπουλος κωνσταντίνος, κτηνίατρος γλυφάδα
Συνώνυμα: κτηνίατρος
βετεράνος, απόμαχος, παλαίμαχος, απόστρατος
Μεταφράσεις: κτηνίατρος
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vet, veterinarian, veterinary surgeon, veterinary
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
veterinario, veterinaria, veterinario de, el veterinario, veterinarios
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tierarzt, tierärztin, veterinär, Tierarzt, Tierarztes, Veterinär
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vétérinaire, vétéran, examiner, inspecter, vétérinaires, le vétérinaire, vétérinaire de, médecin vétérinaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
veterinario, veterinaria
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
veterinário, médico veterinário, veterinarian, veterinária
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dierenarts, oud-strijder, de dierenarts, veterinaire, dierenarts die
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лечить, рассматривать, просматривать, исследовать, проверять, ветеринар, ветеринарный врач, ветеринарный, ветеринаром, ветеринара
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
veterinær, dyrlege, veterinæren, veterinarian, veterinær for
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
veterinär, veterinären, veterinärens, veterinär som
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eläinlääkäri, sotaveteraani, eläinlääkärin, eläinlääkäriä, eläinlääkärille, eläinlääkäriin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
veterinær, dyrlæge, dyrlægen, dyrlaege, dyrlæges
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
veterán, prohlédnout, veterinář, veterinární lékař, veterinárním lékařem, veterinární, veterinárního lékaře
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
weterynarz, artykuł, lustrować, weteran, lekarz weterynarii, lekarza weterynarii, weterynarii, weterynarza
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
marhadoktor, veterán, lódoktor, obsitos, állatorvos, állatorvosnak, állatorvosa, állatorvost, állatorvosi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
veteriner, veteriner hekim, veteriner hekimi, veterinerin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдягнений, одягнутий, надягнений, покритий, ветеринар
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
veteriner, veterinar, veterineri, veterinari, veterinare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ветеринар, ветеринарен лекар, ветеринарен, ветеринарния лекар
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ветэрынар, вэтэрынар, ветэрынарны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ravima, köögivili, loomaarst, veterinaar, veterinaararst, veterinaararsti, veterinaararstile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
veterinar, veterinara, veterinarski, veterinarka
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýralæknir, dýralæknirinn, dýralækni, dýralækninum, dýralæknis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veterinaras, veterinarijos gydytojas, paskirtas veterinarijos gydytojas, paskirtam veterinarijos gydytojui
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veterinārārsts, veterinārārstam, pilnvarots veterinārārsts, pilnvarotais veterinārārsts, pilnvarotajam veterinārārstam
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ветеринар, ветеринарот, ветеринарна, ветеринарна лекар
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
medic veterinar, veterinar, medicul veterinar, medicului veterinar, veterinarul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veterinar, veterinarja, veterinarju
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veterinár, stomatológ, pediater, veterinárny lekár, veterinárny chirurg
Στατιστικά δημοτικότητας: κτηνίατρος
Τυχαίες λέξεις