Λέξη: κριτική
Σχετικές λέξεις: κριτική
κριτική εστιατορίων, κριτική θεάτρου, κριτική βιβλίων, κριτική του καθαρού λόγου, κριτική έκθεση β λυκείου, κριτική παιδαγωγική, κριτική ταινιών, κριτική της πολιτικής οικονομίας, κριτική θεωρία, κριτική σκέψη, κριτική ταινίας, εκδόσεις κριτική
Συνώνυμα: κριτική
αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση, επίκριση, κατάκριση
Μεταφράσεις: κριτική
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
review, criticism, critique, Reviewed, critical
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
revista, censura, crítica, repaso, revisión, reseña, examen, opinión
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rekapitulation, überprüfung, nachprüfung, rückblick, neubewertung, umwertung, revue, rezension, inspektion, kritik, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
synthèse, critique, révision, réviser, criticisme, visite, revois, récapitulation, inspecter, revue, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
critica, recensione, revisione, ispezione, controllo, ripassare, rivista, recensione è, recensione su, opinione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
revogar, revalorização, crítica, revista, revisar, inspecção, revisão, análise, avaliação, comentário
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bespreken, revaluatie, periodiek, kritiek, schouw, tijdschrift, inspectie, beoordeling, revue, aanmerking, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проверка, просмотр, обзор, критицизм, повторять, досмотр, смотр, оглядеть, отклик, оглядывать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inspeksjon, anmeldelse, gjennomgang, anmeldelsen, vurdering, anmeldelsen var
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tidskrift, kritik, revy, översyn, recension, omdöme, omdömet, omdöme till
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kritisismi, selostaa, arvostelu, revalvaatio, kritiikki, tarkastus, selonteko, tarkastelu, katsastus, arvostella, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anmeldelse, bedømmelse, gennemgang, revision, anmelselse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kritika, kritičnost, přehlídka, revize, prohlédnout, revidovat, inspekce, přezkoumat, posudek, přehled, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zrecenzować, przeglądać, przeglądnięcie, repetytorium, przegląd, ocena, czasopismo, krytykowanie, opis, zrewidowanie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemle, felülvizsgálat, számbavétel, recenzió, folyóirat, felülvizsgálata, felülvizsgálati, felülvizsgálatot, felülvizsgálatát
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
revü, yorum, Yorumla, yorumu, yorum yazın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
критика, зауваження, повернений, огляд, місяця
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kritikë, rishikim, shqyrtim, përmbledhje, rishikimi, Shqyrtimi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
критика, инспекция, обзор, преглед, преразглеждане, мнение, прегледа, отзив
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агляд
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arvustus, kriitika, ülevaade, läbivaatamise, läbivaatamine, läbivaatamist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preispitati, pregledni, rasprava, kritika, provjera, pregled, recenzija, recenziju, Review, Pregledni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurskoðun, umsögn, umfjöllun, skoðun, rifja
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apžvalga, peržiūra, peržiūros, apžvalgos, peržiūrą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārskats, apskats, pārskatīšana, pārskatīšanas, pārskatīšanu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преглед, ревизија, разгледување, осврт, прегледот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
critic, inspecţie, critică, revizuire, recenzie, recenzie de, de reexaminare, analiză
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kritika, pregled, pregledu, pregledom, pregleda, s pregledom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
referát, kritika, preskúmanie, preskúmaní, preskúmania, revízie, revíziu
Στατιστικά δημοτικότητας: κριτική
Τυχαίες λέξεις